Κατεβαίνοντας τη σκάλα, τρικλίζοντας κάτω από το βάρος
ενός τεράστιου μπόγου απ' τον οποίο ξεπετάγονταν ξηλωμέ-
να μανίκια από πανωφόρια, σκισμένες εσάρπες, παντελόνια ψα-
ρεμένα απ' τα σκουπίδια, ρετάλια, ακόμα κι ένα κουβάρι μαυ-
ρισμένο σύρμα, η κλοσάρντ έφτασε στο κατώτερο σημείο της
αποβάθρας κι έβγαλε ένα επιφώνημα μεταξύ μουγκανητού και
αναστεναγμού. Πάνω από μια αλλοπρόσαλλη βάση όπου στοι-
βάζονταν "κορμάκια", χαρισμένες μπλούζες κι ένα θεόρατο
σουτιέν για απειλητικά στήθη, είχαν προστεθεί τώρα δύο, τρία,
ίσως και τέσσερα φορέματα, όλη η γκαρνταρόμπα, μια εσάρπα
που συγκρατιόταν από μια μπρούτζινη καρφίτσα μ' ένα πράσι-
νο και κόκκινο πετράδι, και πάνω στα απίστευτα ξανθοβαμ-
μένα μαλλιά κάτι σαν τουρμπάνι, πράσινο, από τούλι, που κρε-
μόταν απ' τη μια μεριά.
"Μα δεν είναι υπέροχη;" είπε ο Ολιβέιρα. "Έρχεται να σα-
γηνεύσει αυτούς πάνω στη γέφυρα."
"Πώς φαίνεται ότι είναι ερωτευμένη" είπε η Μάγα. "Και
πώς έχει βαφτεί, κοίτα τα χείλη της. Και το ρίμελ! Έβαλε ότι
είχε και δεν είχε."
[...]
"Σαν αρκούδα είναι."
"Είναι τόσο ευτυχισμένη" είπε η Μάγα, σηκώνοντας μια
πετρούλα και κοιτάζοντας την από όλες τις μεριές.
Ο Οράσιο της πήρε την πέτρα και την έγλειψε. Είχε γεύση
αλατιού και πέτρας.
"Δική μου είναι" είπε η Μάγα, κάνοντας να του την ξανα-
πάρει.
"Ναι, αλλά κοίτα τι χρώμα παίρνει όταν είναι μαζί μου.
Μαζί μου φωτίζεται."
[...]
"[...] Είμαι σαν κι αυτήν, κοίτα
την πώς χορεύει, κοίτα, είναι σαν φεγγάρι, ζυγίζει πιο πολύ κι
από βουνό και χορεύει, κουβαλάει τόση βρομιά και χορεύει. Το
είπα, έτσι, για παράδειγμα. Δωσ' μου την πετρούλα."
από το "το Κουτσό"
Χ. Κορτάσαρ
μτφρ.: Αχιλλέας Κυριακίδης
εκδ. opera
© Assimina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου