τα
εξήντα θέλουν παπούτσι μαλακό κι ανοιχτό ορίζοντα, Ελοίζ
να
φεύγει ο πόνος να μην εγκλωβίζεται
θέλουν
και τη γνώση του θάρρους στη φθορά και την ελευθερία
που
σου προσφέρεται από την ηλικία
να
βγαίνεις φωσφορίζοντας τη δύναμη και την αδυναμία σου στο δικαίωμα
σε
δρόμους ακόμη και αντίθετους από τη λογική
τα
εξήντα θέλουν συναναστροφή με το χαμόγελο και τη συνείδηση της ωραιότητας
που
σου προσφέρει κάθε σπυρί του χαρακτήρα σου
γιατί,
τι είναι να υπάρχεις ανάμεσα αν για να σε δεχτούν
πρέπει
να σε αλλάξουν;
θέλει
παπούτσι μαλακό και βαγόνι μ' ελεύθερα καθίσματα το εξήντα, Ελοίζ
να
βγαίνεις πρωί στην πόλη με την έξαλλη χαρά της καθαρής αλήθειας
να επιβραβεύεις
θριαμβικά το κυνικό ως το απόλυτο αληθές
φεύγοντας από εκείνη την αλήθεια που και
να σε πληγώνει μπορεί
κι
από κάτι παιδικά ακόμη την αποστρέφεσαι
νάχεις
βήμα χλιαρό στις οδούς του κέντρου
όπου
αναθυμάσαι μιαν άλλην εποχή να συναντάς
το ζευγάρι ανθρώπων που βάδιζαν τις γραμμές
ο
ένας ευνοώντας με τον ίσκιο του τον άλλον να του δείχνει
κι
εκείνος ανήσυχος φορές φορές γυρνώντας πίσω να διακόπτει:
το ξέρει; τουλάχιστον το ξέρει;
κι
εσύ νάχεις δώσει το συμπάθειο στον άγνωστο αδύναμο
κι αγχώδη
από μια σκέψη διατυπωμένη για λίγους στο
ύφος του βλέμματος:
υπήρξαμε μέσα
δημοφιλίας των προγόνων μας,
άνθρωποι ήσυχοι
υπάκουοι και αντιρρησίες τελικοί της καθοδήγησης
τους·
το ξέρει;
εντάξει!
είναι όμως, περίεργα ]
© Assimina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου