" Η Αλίκη στη χώρα των νοημάτων", γράφει ο Απόστολος Ζιώγας*
Γιατί νάμαστεν αιώνιοι;
Γιατί τόσον εγωισταί;
Σαν μερικά έντομα
γεννηθήκαμε
για να φιλήσομε
και να πεθάνομε
Ν.Καζαντζάκης[1]
Πλέον γινόμαστε μάρτυρες καθημερινά ενός μοτίβου επαναλαμβανόμενου: ο καιρός κυλάει γεμάτος πιο πολύ από θάνατο, παρά από αγάπη. Μέσα σε ένα τέτοιο χρονικό ποταμό, άραγε, μπορεί να επιπλεύσει κάποια φωνή ποιητική; Η Ασημίνα Λαμπράκου δείχνει να το μπορεί: το 2018 κυκλοφορεί την ποιητική της συλλογή, SOLIDAGO [εκδ.καλλιτεχνικό σωματείο έβδομο βήμα], με την οποία αποδεικνύει περίτρανα πως η σιωπή όσων γράφουν ποίηση δεν είναι τόσο σιωπηρή. Πρόκειται για ένα πόνημα ποιητικό, ισοδύναμο με μια γαλήνη μέσα στην οποία ακούς τον εαυτό σου να μιλά, εσωτερικά, καταθέτοντας τη ζωή σου ανά πάσα στιγμή, κερδίζοντας και χάνοντας κατ’εξακολούθηση.
Αυτές οι αλλεπάλληλες νίκες και ήττες, ήττες και νίκες, δεν έχουν φύλο, μια και αφορούν τόσο τον άνδρα όσο και την γυναίκα. Εκείνη, σύμφωνα με την ποιήτρια, είναι υποσχόμενη να δίνεται για να παίρνει, φτιαγμένη «από υλικό εύκολο να χλευαστεί»(σελ.13), νιώθει σαν ένα περιδέραιο που ’χει παγιδευτεί στο λαιμό της, γι’αυτό και σπεύδει να αναρωτηθεί: «δε με θέλει πόρνη/πρέπει να εφεύρω άλλον τρόπο για το σ’αγαπώ»(σελ.19), παρά το γεγονός πως αισθάνεται να υπήρξε για όσο κράτησε το φιλί του, ένα φιλί-συντριβή για την ίδια. Έτσι, αναγκάζεται να χάσει τον εαυτό της και να γίνει πολλές γυναίκες, με βλέμματα τολμηρά και χείλη αυθάδη, που όμως εκείνος τις ταπεινώνει ώστε να τις κατέχει. Κοιτώντας το βλέμμα του, «το βλέμμα ενός αναχωρητή από σκληρότητα»(σελ.18), είναι σα να σου ζητά να αρπάξεις το “ε” του έρωτα για να το μπήξεις στο “εσύ”. Ώσπου, σε ένα κρεσέντο ερωτισμού, θα πει για κείνον: «τα χείλη του ψάρια σπαράσσοντα/στη θέα τους σαρκώνομαι γυναίκα/τα δόντια μου σεντόνια από δίχτυα να τα πιάσω»(σελ.22). Για την Ασημίνα Λαμπράκου, στον έρωτα, μπορεί να παραιτούμαστε προσποιούμενοι καθώς ικετεύουμε το ανέφικτο, ωστόσο, «η υγρασία του κορμιού περιφρονεί την τάξη»(σελ.24). Πάντως, για έναν άνδρα , όπως λέει κι ο Λακάν, η προσδοκία της ευτυχίας σχετίζεται με κατοχή όλων των γυναικών, ενώ για μια γυναίκα έχει να κάνει με κατοχή του ιδανικού άντρα. Η Λαμπράκου επιμένει και αναμετρείται με το ερωτικό παιχνίδι, από το οποίο φυσικά δεν μπορεί να ξεφύγει: δεν είναι η ποιήτρια που καταλαβαίνει τον έρωτα, είναι ο έρωτας που την καταλαμβάνει ποιητικά.
Έτσι, λοιπόν, σαν την Αλίκη στη χώρα όχι των θαυμάτων, μα των νοημάτων, ψάχνει για μια στεριά όπου «πατούν τα όνειρα/κι η γη αναστενάζει/σαν κόρη που απ’το αρσενικό φιλήθηκε»(σελ.29). Ο λόγος της ποιήτριας, ηδονικά απέριττος, με γραφή κοφτή, σαφή, συγκεκριμένη. Προκειμένου να μη χαθεί σε θεωρητικολογίες, η Λαμπράκου τείνει να αφουγκρασθεί το αισθητά ορατό˙ σε ύφος ανεπαίσθητα γλαφυρό, θα πει: «Ο άνεμος/σκάει στο βράχο δίπλα μου/γλείφει το σώμα του/τον ερωτεύεται του κλέβει τη φωνή»(σελ.12). Τα ποιήματα της είναι δρόμοι πάνω στους οποίους η γλώσσα κυλώντας αποκτά φωνή ερωτική, δρόμοι που οδηγούν σε ένα “εσύ”, ικανό να προσλάβει την εν λόγω φωνή του έρωτα. Επομένως, το ερωτικό κλίμα, το κλίμα δηλαδή που δεν είναι νευρωτικά άκαρπο, προσδίδει ποιητικότητα στα πράγματα, ακόμα και μέσα από τη γραφή.
Ως εκ τούτου, χειρότερο από το να αλλοτριωθείς, είναι να στερηθείς τον άλλον – η πρόσφατη πανδημία αποτελεί τρανταχτό παράδειγμα – άλλωστε η ποιήτρια Λαμπράκου εκκινεί τη συλλογή της με τον σαιξπηρικό στίχο : “βλέπεις, γι’αυτό κι η στάση σου τόση πολλή έχει βιάση/καθένας αγαπά διπλά ό,τι γοργά θα χάσει”[2]. Μήπως, κάθε ζωή πραγματική δεν είναι τίποτα άλλο παρά συνάντηση ερωτική; Ιδού η απορία!
* Ο Απόστολος Ζιώγας είναι βιολόγος
"Η Αλίκη στη χώρα των νοημάτων" : Ασημίνα Λαμπράκου «Solidago», εκδ. καλλιτεχνικό σωματείο έβδομο βήμα (2018), σελ.40
___________________
[1] ΟΦΙΣ ΚΑΙ ΚΡΙΝΟ
[2] Δωδέκατη Νύχτα
δημοσιεύτηκε στο fractalart