Τετάρτη 5 Φεβρουαρίου 2025

Βασίλης Λαλιώτης, Διδασκαλίες σε καιρούς πληθωρισμού

 

 Διδασκαλίες σε καιρούς πληθωρισμού

Λιγότερο άπειρο μέσα στο ποίημα
λιγότερη αιωνιότητα
με προσοχή το πάντα σου και το ποτέ
λιγότερο επικό για τα αισθήματα
με τρόπο έμμεσο η αποκάλυψη του πόνου
στο λεξικό παράρτημα  ποιητικό δεν έχει
να πας να  φέρεις λέξεις όπως κάνουν οι κοκόνες
τα ουσιαστικά δεν είναι πρόσωπα είναι μανιέρα...

Γιατί αφεντικό στο ποίημα είναι αυτός που το διαβάζει
ακόμα και αν είσαι εσύ που το 'γραψες
όταν σου το διαβάζεις είναι ένας άλλος
που για να μην τον παρασέρνει
η φυσημένη σκόνη από το ποίημα
έχει για μάτια δάχτυλα το βάρος
της δικής του της ζωής κι εσύ
προνόμιο δεν έχεις να βιώνεις
μα να εκφράζεις κάποτε εκείνο
που όποιος σε διαβάζει βίωσε τόσο το βυθό του
που ανέβηκε στην επιφάνεια χωρίς τα λόγια του...

Αυτά είπε, κι έπειτα βουβός
γύρισε προς της θάλασσας το κύμα
κι ήτανε σαν να έλεγε: άκου!

 

.

από τον χώρο του στο φβ πέρυσι σαν σήμερα


 

 

© Assimina

Πέμπτη 30 Ιανουαρίου 2025

ΑΦΗΣΤΕ ΑΝΟΙΚΤΗ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ



ΑΦΗΣΤΕ ΑΝΟΙΚΤΗ ΤΗΝ ΠΟΡΤΑ ΤΩΝ ΔΗΜΟΣΙΩΝ ΣΧΟΛΕΙΩΝ

ΓΙΑ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΚΟΙΝΩΝΙΚΕΣ ΟΜΑΔΕΣ

 

 

Έλεγα, υπάρχει καταγεγραμμένο, ό,τι δεν θα συμμαχήσω με τον διάολο παρά θα κλέψω από το λιβάνι του προκειμένου να κρατήσω τα παιδιά στο σχολείο. Ήταν ο τρόπος που επέλεξα να διδάσκω και να επιχειρώ με προγράμματα μέσα στο σχολείο, από ένα σημείο κι ύστερα. Κι άλλοι συνάδελφοι με τον δικό τους τρόπο τον ίδιο στόχο: να κρατήσουμε τα παιδιά στο σχολείο.
    Θεωρώ ότι το πιο κάτω (φωτογραφία) που διαβάζω στην ανάλυση περί ΔημΩνΣχ, σημαίνει ό,τι ο κοινός νους αντιλαμβάνεται: περιθωριοποίηση κοινωνικών ομάδων. Φυγοκεντρισμός μαθητών των λεγόμενων αδύναμων στην εκπαιδευτική διαδικασία.

Πρέπει να το έχεις ζήσει για να αντιληφθείς το «γιατί» και το κόστος μιας τέτοιας επιλογής. Κανένας μαθητής μου δεν έκλεψε θέση ή βραβείο εκείνων που εύκολα λογίζονται ή μπορούν να μετατραπούν σε καλούς ή άριστους μαθητές. Έγιναν όμως τεχνίτες, καλοί τεχνίτες κάποιοι, και με την αύρα τους πλουτίσανε τον κόσμο των σχολείων που φοίτησαν.

Κάνετε ότι θέλετε με τους συναδέλφους μου (αρκεί να μην εχει ως αποτέλεσμα το κλείσιμο σχολικών μονάδων σε ευαίσθητες περιοχές – δείξτε μου μία που δεν είναι πια, για διάφορους λόγους –, κάνετε ότι θέλετε με τους συναδέλφους μου διότι είμαι σίγουρη το ίδιο θα πράξετε και με άλλες επαγγελματικές ομάδες εκείνες που δωρίζοντας δάφνες ανέξοδα ονομάζουμε: λειτούργημα –λειτουργούς. Δικαστικούς υπαλλήλους, γιατρούς, νοσηλευτές κλπ κλπ προκειμένου να βελτιώσουμε την απόδοση τους με την αξιολόγηση. Έτσι δεν είναι;

        Όμως, όμως, αφήστε ανοικτή την πόρτα των δημόσιων σχολείων για όλες τις κοινωνικές ομάδες. 
            Πάρεξ και διαβάζω λάθος την συγκεκριμένη παράγραφο κι αλλάξανε οι συνθήκες στις γειτονιές.

 



 

 ***

Στους μαθητές μου όλους

 

Στην μνήμη του σχ μου σύμβουλου κύριο Γιάννη Αρναουτάκη ο οποίος είπε κάποια φορα σε επίσκεψή του στο σχολείο: και τα θέματα της Γεωγραφίας που θα εξετάζετε στους διαγωνισμούς θα είναι όσα οι ίδιοι διδάξατε μέσα στις τάξεις κι όχι εκείνα που ο γιος του γιατρού μπορεί να βρει στην βιβλιοθήκη του μπαμπά.

 

 εδώ σχετικό άρθρο

 

 

© Assimina

Σάββατο 14 Δεκεμβρίου 2024

της αγάπης σήμερα

Διαβάζω: της αγάπης, σήμερα


"με την αγάπη λειτουργώ τ' αδιέξοδο,
δε βρίσκω άλλο εξέχον κερί…"

Σωκράτης Ξένος

☙ ❧

Μαρία Ζαγκλαρά, ΜΕΔΟΥΣΑ

Σαν την μέδουσα φτύνω φίδια
Όποιον αγάπησα, έγινε πέτρα
Θεέ μου, ένας σωρός πέτρες όλη μου η ζωή
Κι έπεφτα πάνω τους με τόση φόρα!
Λες κι ήταν η αγάπη βαμβάκι

Ανόητη

Τώρα γεμάτη πληγές· βλέπεις;

Τώρα όπου και να μ’ αγαπήσεις – πονάω

☙ ❧

Massimo Recalcati, Η ζωή με τον Λακάν

Ο άνθρωπος της ζωτικής επιθυ-
μίας που δεν γνωρίζει τον φόβο, που δεν υπο-
χωρεί, που ήξερε τι είναι η απόλυτη ευθύνη
της πράξης, αυτός ο άνθρωπος που αγαπούσε
περισσότερο από καθετί τη μοναξιά του, ήταν
ταυτόχρονα αυτός που δεν μπορούσε να αντέ-
ξει το να είναι εγκαταλειμμένος, να μην έχει
πια δίπλα του τα άτομα που τον αγαπούσαν.
Είναι η σκηνή που απ' όλο το βιβλίο μού
έκανε μεγαλύτερη εντύπωση: Ο γερασμέ-
νος Λακάν, εγκαταλειμμένος από τη νεαρή
ερωμένη του, αφήνει το γραφείο του στη οδό
Ντε Λιλ, όπου εργαζόταν και ταυτόχρονα
ζούσε, για να πάει στο σπίτι του γαμπρού του
Ζακ-Αλέν Μιλέρ και της κόρης του Ζιντίτ και
να χωθεί στο κρεββάτι του μικρού Λικ, του
αγαπημένου του εγγονού. Αίτημα παρουσίας,
που λαμβάνει εδώ τη μορφή της ικεσίας, της
προσευχής, της επίκλησης του Άλλου, της
αγάπης που δεν εγκαταλείπει. (σ. 18-19)

☙ ❧


Βασίλης Λαλιώτης, Προσφορά

Να ξερες πόσες λέξεις μου
πετάω στους σκουπιδοτενεκέδες
ως το τελικό ε, τί, όμορφη
πως μαθαίνω να σου φέρνω
κυκλάμινα σε χιόνι, πως
κλείνω υποθέσεις ως την τελική σου
αθώωση για μια μονάχα αγκαλιά
που έχει χέρια από παλιό φονιά.
Μη μιλήσεις, μείνε της σιωπής
από τη δυνατότητά σου της μητέρας
κι άσε με εμένα μες στα λόγια
την εξορία απ 'την αγάπη
όλων των ανδρών
να δοκιμάσω ένα ρόδο ανὐπαρκτο
από λέξη
να γίνει στα δυο χέρια σου ρόδο αληθινό.

[από τον παλιό του χώρο στο f/b]


☙ ❧


Κώστας Θ. Ριζάκης, το στίγμα

είπε ν' αφήσει στίγμα του στο πρωινό η αγάπη
κι έτσι να που απίθωσε ζεστή μια καλημέρα
στο φραντζολάκι της στιγμής του ύπνου τής καλής του
μέσα σε χείλη κόκκιν' ανεξήγητα ανοιχτά
στο δέρμα επάνω ροδαλόν τριαντάφυλλου μετάξι

μη ξεραθεί ο άρτος τους πετρώσει ο έρωτάς τους
παγώσει το ασημί του φως πρόστυχο το φεγγάρι
χιόνι μαργώσει το κορμί βαρύνει τα φτερά τους

και χωριστά λιθοβολούν της μοίρας την απάτη!
---
από τη συλλογή: Κώστας Θ. Ριζάκης - η τριμερής σοδειά


☙ ❧


MIROSLAV HOLUB, Αγάπη

Δυο χιλιάδες τσιγάρα.
Εκατό μίλια
από τοίχο σε τοίχο.
Μια αιωνιότητα και μισή από ολονυκτίες
πιο λευκές κι από χιόνι.
Τόνοι λέξεων
παλιές σαν ίχνη
πλατύποδα στην άμμο.
Εκατό βιβλία που δεν γράψαμε.
Εκατό πυραμίδες που δεν χτίσαμε.
Σκουπίδια.
Σκόνη.
Πικρή
σαν την αρχή του κόσμου.
Πιστέψτε με όταν λέω
ήταν όμορφη.

μτφρ.: Χ. Βλαβιανός

☙ ❧

ΟΙ ΝΕΚΡΟΙ ΠΟΥ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ, Στρατής Μυριβήλης

ΑΓΑΠΩ τους τρελούς και πολύ τους συλλογιούμαι. Δεν
είναι οίχτος αυτό, αφού οίχτος είναι το περίττωμα της
καλοζωϊσμένης ψυχής. Είναι αληθινή αγάπη, γεμάτη τρυ-
φερότητα και σεβασμό, προς το νέο και παράξενο πλάσμα,
που βγήκε από τη βαρετή και ομοιόμορφη πλειοψηφία των
λογικών ανθρώπων και κινείται πια μέσα στους δικούς του
νόμους. Μονάχα στην Ανατολή βρήκα τους ανθρώπους το-
σο σοφούς ώστε να έχουν την ικανότητα να καταλάβουν
έναν τρελό. Μόνο που εκεί πλησιάζουν με περισσότερη θρη-
σκευτικότητα το μυστήριό του.[...]

από το: ΤΟ ΓΑΛΑΖΙΟ ΒΙΒΛΙΟ

☙ ❧

ΘΕΑΤΡΟ ΣΚΙΩΝ, Λου-Κιανγκ-Τσέου

ΚΑΤΟΙΚΟΥΜΕ σ' ένα καλυβόσπιτο πά-
νω σ' ένα καράβι. Είναι χειμώνας,
χιόνισε, και το καλύβι μας τώρα μοιάζει
σαν τ' άλλα καλύβια, εκεί κάτω, που ζώ-
νουν την όχθη. Ξεκινάς χαράματα για
τη δουλειά σου και γυρίζεις νύχτα. Απο-
ψε σου ετοίμασα μια γαβάθα κουκιά, που
θα τα φας γελώντας μου μες στα μάτια.
Είμαι η γυναίκα σου, κι η αγάπη μας εί-
ναι σαν το χιόνι που πέφτει. Κανένας δεν
μπορεί να το δει πάνω στο νερό.


☙ ❧


Ζησάκη Κατερίνα

λοιπόν; θα μ' αγαπήσεις;

- μισέρημος -












© Assimina

Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Χρίστος Παλαιοπάνος, άτιτλο

Ανάσκελα κατά το θεό η απόγνωση
ανάσκελα οι σκοτωμένοι κι η δυνατότητα του ανθρώπου
ανάσκελα

χέρια ανοιχτά μυαλών χυμένων
νεκρή προσευχή
άμαχη μαθές
τι με ρούχα καθημερινά και ζαλωμένο ένα μωρό στο θάνατο
τον Κύριο πώς να πείσεις
πως τον εχθρό Του μάχεσαι;

Άνθρωπος
ο μάχιμος
κι οι άμαχοι ανθρώποι
κι οι σκοτωμένοι επίσης

θα τ’ άκουγαν τ’ αηδόνια

ακούνε πολυβόλα
μες στο λυκόφως
η γνώση του φιλιού τους άξαφνα μες στη φωτιά,
όι μάνα χωρισμός
γδούπος βαρύς στη γης – πανάλαφρος πιο πέρα
του μωρού
η μπότα ακούγεται χαριστική πα’ στο κρανίο τρυφερά

αυτή τη μουσική ακούνε πια
μονάχα οι ζωντανοί – όι μάνα, νεκροζώντανοι;
τη δυνατότητα αυτή
μονάχα αυτοί

θα τ’ άκουγαν τ’ αηδόνια

ανάσκελα οι σκοτωμένοι
κι η δυνατότητα του ανθρώπου
ανάσκελα

του ανθρώπου
μια δυνατότητα ο εμφύλιος είναι
και η φυλή επίσης σαν θ’ άκουγαν μαζί τ’ αηδόνια

ακούνε πολυβόλα
την μπότα τους οι άλλοι τρυφερά ακούν

όι μάνα χωρισμός
εμφύλιος στο Δίστομο του θεριστή
η μουσική χωρίζεται

…πια στον εμφύλιο έχει θεατές
και κλητικούς της μάνας
άμαχους ποιητές κι ασπάρακτους
που “όι μάνα όι μάνα” στην απόγνωση
που Δίστομος ο άνθρωπος
Κύριε δεν τ’ αγγίζουν
σε ’Σε απευθυνόμενοι
πίνοντας τα μυαλά τους

ενώ τ’ αηδόνια κελαηδούν – θ’ ακούγαμε τ’ αηδόνια.

 

 


                    από το χώρο του στο f/b
η φωτογραφία ομοίως και υποθέτω ότι είναι από το διαδίκτυο


© Assimina

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Μαρία Μαραγκουδάκη, Μηδενική γωνία (απόσπασμα)

 



Οι άντρες φύγαμε όλοι. Τα χωριά ερήμωσαν. Στα σπίτια έμειναν οι γέροι και τα γυναικόπαιδα. Ο αδερφός μου, ο μικρός, έμεινε με τη μάνα μας και την αδερφή μας. Τον είχαμε για ταχυδρόμο. Όχι γράμματα. Του λέγαμε ποιον να πάει να βρει και τι να πει. Τον άλλονε  αδερφό μου, το μεγάλο, τον είχανε πάρει οι Γερμανοί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δεν κατέχαμε. Ζει, απόθανε; Εμπόρουνα εγώ να κάθομαι στο σπίτι; Ο καπετάνιος που ’χαμε στο βουνό ζει ακόμη. Γιώργη τόνε λέγανε θυμούμαι και ήκουσα πως έχει λέει μια ταβέρνα στην παλιά Ελλάδα. Δεν ξέρω. Δεν τόνε ξανάδα από τότε. Το μάτι μας εγυάλιζε να βρούμε πράμα να φάμε. Και δίψα. Να στεγνώνει το στόμα μας.  Όταν ήταν βολετό, κατεβαίναμε σε κανένα απόμερο σπίτι που κατέχαμε πως δε θα μας προδώσουνε και πίναμε νερό. Αν είχανε, μας εδίνανε και κανένα κομμάτι ψωμί.
Μια μέρα που καθόμαστε σ’ έναν ασκιανό, θωρούμε αυτοκίνητα που κατέβαινανε τη στροφή. Μετά σταματήσανε. Γερμανοί, φωνιάζει ένας. Πεταχτήκαμε όλοι. Πρόκαμα και πέρασα το δρόμο. Ταμπουρώθηκα πίσω από ένα μεγάλο σκίνο. Από την άλλη μεριά του σκίνου γροικώ χαρχάλιασμα. Δεν κουνιούμαι καθόλου κι ανειμένω. Λαγός θα ’ναι, σκέφτομαι. Χώνω την κεφαλή μου στο σκίνο και θωρώ τα μάθια ενός να με ξανοίγουνε. Ένα ξεπλυμένο μπλάβο χρώμα. Κατάλαβα πως ήτανε μάθια Γερμανού. Εγουρλώσαμε τα μάθια και οι δυο και μείναμε ακούνητοι. Σκέφτηκα να βγάλω το μαχαίρι. Δε μου πήγαινε. Μηδέ τα ματοτσίνορα μας δεν κουνιότανε. Σκέφτηκα να του ρίξω με το μάλιχερ που εκράτουνα. Πάλι δε μου πήγαινε. Γύρω ακουγότανε τουφεκίδι.  Εμείς ακούνητοι ξανοίγαμε ο εις τον άλλο. Κι αν με προλάβει; Αν μου ρίξει πρώτος; Έσυρα τη δεξά χέρα μου σιγά σιγά, μην το καταλάβει, να πιάσω το μαχαίρι. Τον κερατά το Γερμαναρά, θα τόνε σφάξω πριν με σφάξει αυτός. Ακούνητοι και οι δυο, ξανοίγαμε συνέχεια ο εις τον άλλο. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως χαμογελάσανε τα ξεπλυμένα μάθια. Κρατώ το μαχαίρι σφιχτά. Τόνε ξανοίγω καλά. Τα ξεπλυμένα μάθια χαμογελάσανε φοβισμένα. Μου φαίνεται σα να χαμογελάσανε και τα δικά μου. Κρατώ γερά το μαχαίρι. Εκράτουνα γερά το μαχαίρι και τα μάθια του θωρούσανε ντρέτα τα δικά μου. Ακούνητοι. Δεν ξέρω πόση ώρα είμαστε έτσι. Δεν ξέρω πόσο κράτησε το πιστολίδι. Δεν θυμούμαι πότε και πώς έγινε μετά και συρθήκαμε για να πάει ο καθένας τσι δικούς του. Μόνο τα μάθια του θυμούμαι. Μπλάβα ξεπλυμένα. Όλα τ’ άλλα είναι θολά.
Δεν το ’πα σε κανέναν. Τι να ’λεγα; Δε μ’ ένοιαζε για τσι άλλους, μα δεν είχα μούτρα να δω το Νικολιό. Είχε σκοτώσει τον πατέρα του, γιατί σήκωσε μια άσπρη σημαία στο βομβαρδισμό. Δεν εβάσταε την ντροπή να ’χει σηκώσει άσπρη σημαία το δικό του σπίτι. Καλό κοπέλι το Νικολιό, αιστημαλίδικο και με μπέσα. Εγώ ντρεπόμουνα. Δε το ’πα πουθενά. Ακόμη όμως με τρώει που άφησα ένα Γερμαναρά να φύγει. Ακόμη δεν είμαι σίγουρος αν ήκαμα καλά που δεν τόνε σκότωσα. Ένας λιγότερος, να ξεβρομίσει ο τόπος. Έχουνε μούτρα οι κερατάδες να ’ρχονται, λέει, τουρίστες στον τόπο μας. Ε, και να μπόρουνα να πάρω ένα μπαζούκας να τσι καθαρίσω όλους. Μα πώς να σκοτώσεις τον άλλο άμα σε ξανοίγει κοντά κοντά και ίσα στα μάθια;

(Από τη "Μηδενική γωνία" εκδ. Εύμαρος 2016)


από τον χώρο της στο f/b πριν ένα χρόνο

 

 

*******
[σ.σ. η ελληνική κυβέρνηση ψήφισε λευκό στην πρόταση για εκεχειρία στην Λωρίδα της Γάζας, χθες]



© Assimina

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

πηγές

 

ώιντα, ποιηματάκι μου καημένο! 
πώς και πως και πόσο λίπασμα
θα γίνεις
 
[εμπνεύσεων γεγηρακότων. Ω!]

 

© Assimina

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Κώστας Μάστρακας, 25η ὥρα

 

 (Του Κώστα Μάστρακα, από την "Ζώνη Ασφαλείας")


                  25η ὥρα


           Ὁ χρόνος εἶχε κάποτε εὐρυχωρία.
           Δικά μου πρωϊνά, ποὺ δὲ μοῦ τἄπαιρνε κανείς,
           πάμφωτα μεσημέρια,
           ποὺ μὲ βασάνιζε ἡ ὑποχρέωση ἄθελου ὕπνου,
           γεμᾶτα ἀπογεύματα
           καὶ νύχτες ἔνυπνες, ἐνόνειρες.
           Σιγὰ-σιγὰ ἄρχισαν νὰ μὲ κλέβουν.
           Μοῦ ζήτησαν κάποια μικρὴ ἐξυπηρέτηση.
           Ἁπλόχερα τὴν ἔδωσα.
          Ἔχετε λίγη ὥρα γιά..- θὰ σᾶς ἀνταμείψω!
           Δὲ μ' ἔνοιαζε ἡ ἀνταμοιβή, ἡ ἀνταπόδωση.
          Ἔδωσα ὧρες ἀφειδώλεφτα,
           ἔδωσα πρωϊνά, ἔδωσα μεσημέρια, ἀπογεύματα.
           Νύχτες ἀτέλειωτες κι ἄλλες νύχτες.
           Μέρες ἀτέλειωτες κι ἄλλες μέρες.
          Ὅταν τελείωσε ὁ χρόνος
           ἔδωσα τόπο στὴν ὀργή,
           ἔδωσα τὰ σπλάχνα μου,
           τὸ σῶμα μου,
           ἔφτασα στὴν τελευταία μου στιγμή.
           Ἐκεῖ μὲ περίμενε ὁ ἄγνωστος Ἀνταποδότης:
           Πάρε, εἶπε, τριάντα δικές μου ὧρες.
           Πολλαπλασίασέ τες καὶ
          «Ἆρον τὸν κράββατόν σου»...
           Ἐπέζησα καὶ μετεωρίζομαι.
           Δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτε ἄλλο.
          Ἔχω συνηθίσει νὰ δίνω.
           Δίνω λοιπόν, ὅ,τι ἐλάχιστο ἀπέμεινε.
           Δίνω κι ἀναζητῶ ἀπεγνωσμένα,
           τώρα ποὺ στένεψεν ἀσφυκτικὰ ὁ χρόνος,
           τώρα ποὺ χάθηκαν κ' οἱ εἰκοστέσσερες,
           τὴν εἰκοστὴ πέμπτη μου ὥρα
           τῆς ἀλήθειας.

 

                             από τον φβ χώρο του ποιητή Κώστα Σοφιανού

 

© Assimina