Κώστας
Π. Δάρμος: To ‘Solidago’, ένα ποιητικό βοτάνι της Ασημίνας Λαμπράκου
Τo
Solidago (Solidago virgauria, δηλαδή Σολιδάγο η χρυσόβεργα) είναι βότανο που
ενδημεί σε Ευρώπη, Αμερική κάπου στα Βόρεια σύνορα της Ασίας με την Ευρώπη και
σπάνια στα ορεινά της χώρας μας. Η λατινική ονομασία του υπονοεί την
ενοποιητική του δράση στη θεραπεία πολλών ασθενειών, παραπέμποντας στις πολλές
θεραπευτικές ιδιότητες που του αποδίδονται. Αυτά τα λίγα για τον τίτλο, που η
εντύπωση που μου δόθηκε είναι πως παραπέμπει διακριτικά στα μαγιοβότανα και στα
ερωτικά ελιξίρια
Το βιβλίο ξεκινά με την κατάληξη του σονέτου 73 του Σαίξπηρ «This thou perceivest, which makes thy love more
strong, To love that well which thou must leave ere long». Σε αυτό το
εμβληματικό για την παροδικότητα των πραγμάτων 14στιχο, ο ομιλητής παροτρύνει
το νεαρό να «αγαπάει καλά» αυτό που σύντομα πρέπει να φύγει, αυτό που τα γηρατειά
και ο θάνατος θα πάρουν, όπως η φωτιά που σβήνει με το πέρασμα του χρόνου.
Αγαπάμε συχνά πιο πολύ, με αληθινή
λαχτάρα, κάτι που ξέρουμε πως είναι μοιραίο να χάσουμε.
Από την αρχή λοιπόν ο
παρατηρητικός αναγνώστης θα αντιληφθεί πως [...]
η συνέχεια στις Staxtes.com πατώντας στην εικόνα.
*******
update: 110918
ενημερώθηκα για το χακάρισμα του e-περιοδικού Staxtes και κατόπιν αυτού, καταχωρώ εδώ ολόκληρη την τοποθέτηση του Κώστα Π. Δάρμου για το Solidago
*******
update: 110918
ενημερώθηκα για το χακάρισμα του e-περιοδικού Staxtes και κατόπιν αυτού, καταχωρώ εδώ ολόκληρη την τοποθέτηση του Κώστα Π. Δάρμου για το Solidago
Κώστας
Π. Δάρμος: To ‘Solidago’, ένα ποιητικό βοτάνι της Ασημίνας Λαμπράκου
Τo
Solidago (Solidago virgauria, δηλαδή Σολιδάγο η χρυσόβεργα) είναι βότανο που
ενδημεί σε Ευρώπη, Αμερική κάπου στα Βόρεια σύνορα της Ασίας με την Ευρώπη και
σπάνια στα ορεινά της χώρας μας. Η λατινική ονομασία του υπονοεί την
ενοποιητική του δράση στη θεραπεία πολλών ασθενειών, παραπέμποντας στις πολλές
θεραπευτικές ιδιότητες που του αποδίδονται. Αυτά τα λίγα για τον τίτλο, που η
εντύπωση που μου δόθηκε είναι πως παραπέμπει διακριτικά στα μαγιοβότανα και στα
ερωτικά ελιξίρια
Το βιβλίο ξεκινά με την κατάληξη του σονέτου 73 του Σαίξπηρ «This thou perceivest, which makes thy love more
strong, To love that well which thou must leave ere long». Σε αυτό το
εμβληματικό για την παροδικότητα των πραγμάτων 14στιχο, ο ομιλητής παροτρύνει
το νεαρό να «αγαπάει καλά» αυτό που σύντομα πρέπει να φύγει, αυτό που τα γηρατειά
και ο θάνατος θα πάρουν, όπως η φωτιά που σβήνει με το πέρασμα του χρόνου.
Αγαπάμε συχνά πιο πολύ, με αληθινή
λαχτάρα, κάτι που ξέρουμε πως είναι μοιραίο να χάσουμε.
Από
την αρχή λοιπόν ο παρατηρητικός αναγνώστης θα αντιληφθεί πως αυτή η αλληλουχία
των ποιημάτων εκφράζει δριμείς ερωτικούς πόθους, άλλους που ικανοποιήθηκαν
άλλους ανολοκλήρωτους, μαζί με έναν διάχυτο φόβο για την μοιραία κατάληξη που
θα είναι η απώλεια του άλλου, που θα έλθει νομοτελειακά ή που έχει ήδη επέλθει
από διάφορες αιτίες «…Τους νεκρούς μου άντρες σέρνω ψάρια έξω από τον
πάγο…Στέρξη από απουσία και δέκα σκοτεινές σπηλιές από θάνατο στην καρδιά.
Τραγούδι και σκιά του Ευρώτα. Είναι οι νεκροί που γρατζουνάνε….». Παρέθεσα, όχι
τυχαία, αυτούς τους στίχους, για να δείξω κάτι ακόμη. Η ποίηση της Λαμπράκου
δεν είναι εύκολη, η κατανόησή της απαιτεί από τον αναγνώστη αφοσίωση και
δεύτερη και τρίτη μελέτη. Είναι αλήθεια πως διαβάζοντας μια «εκ βαθέων»
περιεκτική ποίηση, μπορεί κανείς να δώσει διάφορες ερμηνευτικές αποχρώσεις. Ο
κεντρικός νοηματικός άξονας μπορεί να είναι ένας και αναλλοίωτος, ας πούμε
έρωτας-πόθος-ηδονή-απώλεια-ανάμνηση, οι
πτυχές όμως και οι παραφυάδες του, πολλές. Εγώ ας πούμε στο στίχο «Τραγούδι και
σκιά του Ευρώτα», διαβάζω δυο πράγματα και πιθανόν το κάνω αυθαίρετα. Αρχικά,
έναν υπαινιγμό για την ατελείωτη σειρά των ποιημάτων Ελλήνων και Λατίνων
ποιητών, που γράφτηκαν εμπνευσμένα από το ιστορικό και μυθολογικό
χιλιοτραγουδισμένο ποτάμι, που σήμερα κυλάει πραγματική σκιά του παλιού του
δοξασμένου και για πάντα χαμένου παρελθόντος. Ταυτόχρονα βλέπω να υφέρπει ένας
τέλειος συμβολισμός για τον ερωτικό πόθο, για όποιον τον ανακαλύψει και μάλιστα
κάτι πολύ περισσότερο, αν ξέρει πως το πρώτο όνομα του Ευρώτα ήταν
η προσωποποίηση της σφοδρής ερωτικής επιθυμίας, δηλαδή Ίμερος,
(Πλούταρχος, «Περί ποταμών»), όνομα
παρμένο από τον ομώνυμο τραγικό γιό του Λακεδαίμονα που έπεσε απελπισμένος να
πνιγεί στα νερά του ποταμού, όταν κατάλαβε ότι είχε βιάσει την αδελφή του.
Παλιές δόξες και απαγορευμένοι τραγικοί πόθοι λοιπόν, μπορεί να κρύβονται πίσω
από το στίχο, γραμμένοι συνειδητά ή από ποιητικό ένστικτο για έναν περίφημο
ποταμό, που μπορεί να γοητεύσει κάθε ψυχή που γράφει αληθινή ποίηση.
Το
ερωτικό πάθος είναι διάχυτο παντού, αχαλίνωτο, τολμηρό, ειλικρινές και το υγρό
στοιχείο εμφανίζεται συχνά κουβαλώντας τους συμβολισμούς του, κυρίως με τη
λιμναία μορφή του, είτε μιλάει η υποταγμένη γυναίκα: «Αυτός ο άντρας με καίει,
οι λίμνες μου τον ρουφούν, κολυμπάει μέσα τους», είτε μιλάει ο κατακτητής
άντρας: «Αυτό το κορίτσι κυριεύω τη ζωή του
και τη χαλάω…είμαι εγώ που κολυμπώ στις λίμνες της…». Αλλού πάλι ξετυλίγεται η
ιστορία σε λιμνιακό τοπίο με ύφος που παραπέμπει σε αρχαίο ηρωικό έπος του
Βορρά: «η κλαγγή των αλόγων από τη μεριά της λίμνης έσπαζε θύελλες στα όρη κι η
σελήνη έφεγγε σκότος», ενώ σε άλλο ποίημα κάνει την εμφάνισή του και το μυθικό
τέρας τα λίμνης «είμαι το έκδοχο μιας εκδοχής, είμαι η Λερναία Ύδρα».
«Θέλω
να μ’αγαπά», ξεκινά η πρώτη στροφή στο βιβλίο, σηματοδοτώντας τη διάχυτη στα
ποιήματα θέληση της γυναίκας να κάνει δικό της τον ερωτικό σύντροφο των
επιθυμιών της. Σε μια διάσπαρτη αλυσίδα παρόμοιων ποιημάτων ξετυλίγεται το
δράμα της γυναίκας που αυτοταπεινώνεται για χάρη του αχάριστου κατακτητή της.
Για τον σκοπό αυτό, πρέπει να του αρέσει και κάνει γι’αυτό μεγάλες θυσίες:
«Συνθλίβω τα οστέινα των δοντιών μου Και ο λαιμός ντύνεται μαργαριτάρια». Αλλού
η γυναίκα προσπαθεί να ικανοποιήσει τον αχόρταγο άντρα, πιθανόν παντρεμένο αφού
συναντιούνται μόνο μεσημέρια, παίζοντας
η ίδια εναλλάξ τους ρόλους πολλών γυναικών: «Γυναίκες που τα βράδια τις
κοιμάμαι Και τα μεσημέρια που έρχομαι να σε συναντήσω τις ντύνομαι». Το τίμημα
αυτής της αυταπάρνησης: «Τόσες γυναίκες που έγινα με έχασα Και συ συνεχίζεις να
με ταπεινώνεις για να τις έχεις». H ποιήτρια
καταπιάνεται και με πιο ταπεινές πτυχές της ερωτικής επικοινωνίας, όπως με αυτή
των υποψιών κάποιου συμφέροντος, που μπαίνουν ανάμεσα στο ερωτικό ζευγάρι, όχι
μόνο οικονομικού αλλά και οφέλους από τα χαρίσματα του χαρακτήρα που δίνει ο
πλούτος του άλλου, μια κατάσταση που συχνά οδηγεί σε αποτυχία: «…εφοβήθη πως τάχατες το βιος και την αρετή
του πλούτου αλλά και των τρόπων της σκοπό είχες να κλέψεις…» κι αυτό οδήγησε τη γυναίκα να διεκδικήσει με
τον τρόπο της «αποδεικτικά πως λόγο είχες και σοβαρό κι εσύ να αγαπηθείς», μα
«έτσι που έγινε στην οδό της αμφιβολίας σε έσπρωξε ξανά». Στα ίδια πλαίσια των
προκαταρκτικών της προσδοκούμενης ερωτικής συνάφειας, σε ένα ταπεινό αλλά
πολύβουο αστικό περιβάλλον, που όμως έχει στεγάσει κι αυτό τα δικά του ερωτικά
μυστήρια, θα βρούμε τη σερβιτόρα «σε παράδρομο στην πλατεία Καραϊσκάκη», που
δεν βρίσκει τις κατάλληλες λέξεις να τις σερβίρει σε αυτόν που ποθεί και
καταλήγει: «πρέπει να εφεύρω άλλον τρόπο για το σ’αγαπώ».
Από
τα ταπεινά αθηναϊκά δρομάκια της πρωτεύουσας μεταφερόμαστε στην χλωρίδα και
στην πανίδα της ελληνικής φύσης. Όσοι ερωτεύτηκαν πραγματικά και ένιωσαν
αισθήματα και πάθη ανώτερα, ξέρουν πως η καλύτερη ερωτική ξαπλώστρα είναι η
φύση, που θα τη ζήλευαν και τα
ανάκλιντρα των ρωμαϊκών συμποσίων και πως τα πλάσματά της φτιάχνουν το σκηνικό
της πιο ζωογόνας θαλπωρής. Μπερδεύονται
λοιπόν μέσα στις αγωνίες και στα όνειρα της ερωτευμένης, που αναζητά εκείνον το σκηνικό του έρωτα, που
μόνο ο θάνατος θα μπορέσει να τον τερματίσει «Γυρεύω έναν τόπο…κάτω από ίσκιο
πεύκου ή συκιάς…θα σέρνω τα πινέλα στο χώμα…οι γραμμές σαν κίτρινα κεφάλια
βρώμης θα γέρνουν σε χωράφι της Κωπαϊδας…θα βάλω φωνή στη ζωγραφιά τη δύναμη
από το κρώξιμο ενός τσαλαπετεινού…ποτέ μην ακούσεις στη φωνή που θα σε καλεί να
επιστρέψεις θέλω να σ’αγαπώ ως το θάνατο».
Εκεί
στο τέλος των ποιημάτων εμφανίζεται και το σημαδιακό όνομα της Ελοϊζ, της
«άλλης γυναίκας» της «φορεμένης στον καθρέφτη», «σκοτεινής γυναίκας, μητέρας
φορεμένης στο γυαλί». Η ποιήτρια δεν μας αφήνει να καταλάβουμε αν πρόκειται για
τη διάσημη 15χρονη ηρωίδα
Ελοϊζα, αγαπητικιά του διάσημου ελευθερόφρονα Φιλόσοφου και Θεολόγου του
Μεσαίωνα, του Αβελάρδου, μητέρα του παιδιού τους του Αστρολάβου, ανιψιά του
κακού παπα-Φουλβέρτου, που έβαλε να ευνουχίσουν στο τέλος τον Φιλόσοφο,
αναγκάζοντάς τον έτσι να γίνει καλόγερος. Η ποιήτρια αναμιγνύει στο ίδιο
ποίημα και τη Μήδεια, που αυτοπαρουσιάζεται «Η έχθρισσα της σελήνης. Φορώ τα
παιδιά μου σε νερένιες πτυχές του χιτώνα μου» και μας μπερδεύει. Νομίζω πως με
αυτά τα δυο εμβληματικά γυναικεία ονόματα δυο κλασσικών ερωτικών δραμάτων, της
μιας ερωμένης ιστορικής της άλλης μυθολογικής, σηματοδοτείται η τραγικότητα του Έρωτα, που κατά κανόνα
ξεκινά μέσα στο μεθύσι της ευτυχίας για να καταλήξει στην τελική φθορά που
είναι η κοινή μοίρα όλων των ανθρωπίνων πραγμάτων, που κανένα μαγικό βοτάνι,
δεν θα μπορέσει να την αποτρέψει.
Κ. Π. Δάρμος
25.6.18
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου