Κυριακή 21 Ιουνίου 2015

Πεζό Ελεγείο Ανάδρομο του Δημήτρη Νικηφόρου



Τη μέρα που έφυγες
οι ουλές στο αξύριστο πρόσωπό μου
κρύφτηκαν στις γωνίες σαν κλέφτες.
Θα γυρίσω σπίτι αφού σ’ έχουν σηκώσει.
Δεν θα σε δω ποτέ πεθαμένο,
στην ταφή θα ξεκόψω απ’ την σωρό,
δάκρυ δεν έχω σταλιά ούτε σιμώνω στο μνήμα
πριν το σαρανταλείτουργο και ποτέ ξανά.

Αυτό το μέλλον έχει συμβεί
απ΄όταν σ’ έκλεισε η αρρώστια μέσα της,
μα θυμάμαι παιδάκι ακόμα να σε σέρνω
στις μεσημβρινές προβολές των κινηματογράφων,
η μάνα με φέρνει γραφείο σου
και σου βγάζει την ψυχή το γινάτι μου ωσότου,
υπό την μάστιγα του τυράννου σου, βαδίσεις
στον Γολγοθά ντάλα μεσημέρι,
ως τις οθόνες του μαρτυρίου σου
όπου κυράδες του παλιού καιρού
δένουν τα μυρωδάτα μαντήλια τους
στα κοντάρια των ιπποτών.
Κι εγώ, μια σπιθαμή θρασίμι,
χαλνώ τη θαλπωρή σου με θορυβώδη ερωτήματα,
φουντώνουν από δίπλα τα μουρμουρητά,
οι υποδείξεις για σκασμό,
με μαλώνεις καμαρώνοντας κρυφά τη βουερή μου δίψα
καθώς ο έρωτας, το δίκιο κι η αλήθεια παρήλαυναν
από το σελιλόιντ στο πανί στο άρμα του θριάμβου —
ή μήπως πίσω σέρνονταν με γιούχες;
(ήμουν παιδί και δεν καλοθυμάμαι),
μα όπως νάχει
οι ρόλοι ήσαν ξεκάθαροι, η έκβαση αυτονόητη,
ο ήρωας δεν πέθαινε ποτέ.
Ύστερα λουκουμάδες αχνιστοί στο «Ρωσικόν»,
οι απορίες μου μυγάκια που κολλούν στο μέλι,
γλυκός μπελάς σου είχα γίνει γέρο.
Όλο και πιο συχνά σε τυραγνάει ο κωλόβηχας,
ο πόνος σε χτυπάει κάτω,
ακούω δυνατά πατήματα να σε τραβούν γι’ αλλού
και μισώ μες στη κουλούρα του φιδιού τ’ αθέατο.
Αχ, πόσο τρέμει η αγουράδα τη φθορά...
Κάτω απ' τον πλάστη ζυμώνεται σκληραίνει
κι αντιστέκεται στο αναπόφευκτο γιατί
κάλιο στον κλώνο άγουρος παρά στο χώμα γινωμένος,
παρά στόματα άπληστα να δρέπουν τους χυμούς σου.
Κάποιων η φτιάξη είναι να μένουν πάντα γιοί.
Παλιά, πριν με γεννήσεις,
ήσουν χλωρός κι η φλούδα σου αψιά σμυρίδα.
Τα χάδια σου αφήνανε σημάδια,
δεν είχες πάρει του χαλκού τη χρυσοπόρφυρη γυαλάδα,
χέρι δεν σηκωνότανε για να σε κόψει.
Μα σμίγουν κάποτε περίτεχνα τα χρώματα
στη σήψη και το σφρίγος όσο να μας γελάσουν.
Δεν σου συχώρεσα την ήττα.
Πεισματικά τα δόντια μου έχωσα στο Τέλος,
το τράβηξα απ’ το νου και το' θαψα
στην αποθήκη με τις τις σκάρτες μπομπίνες ταινιών.
Αθόρυβα. Όπως πέφτει το φτερό του γλάρου στη θάλασσα.
Το ίδιο βράδυ του θανάτου έμασα λίγα ρούχα
κι έμεινα σε μια αγαπητικιά για κάμποσο καιρό.
Ψόγοι πολλοί με ξεπροβόδισαν : «Να παρατήσει
τέτοιες ώρες το παλιόπαιδο το σπίτι του - Ντροπή!»
Εγώ όμως ήξερα και δε χαμπάριαζα.
Με τον φαλλό μου τρύπαγα τα χάη
γυρεύοντας τη μήτρα του θανάτου.
Χωνόμουν μέσα της με αλυχτίσματα θεριού.
Σκιαζόταν κι ο θεός ο χάρος.
Τρία μερόνυχτα διαγούμιζα τ' αμπέλια του
μα άγγελος δεν έστερξε κανείς κι η πέτρα
από τον τάφο δεν κουνήθηκε σταλιά._
δημήτρης νικηφόρου

(στον Πάνο - 1985)


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου