Παρασκευή 1 Νοεμβρίου 2024

Χρίστος Παλαιοπάνος, άτιτλο

Ανάσκελα κατά το θεό η απόγνωση
ανάσκελα οι σκοτωμένοι κι η δυνατότητα του ανθρώπου
ανάσκελα

χέρια ανοιχτά μυαλών χυμένων
νεκρή προσευχή
άμαχη μαθές
τι με ρούχα καθημερινά και ζαλωμένο ένα μωρό στο θάνατο
τον Κύριο πώς να πείσεις
πως τον εχθρό Του μάχεσαι;

Άνθρωπος
ο μάχιμος
κι οι άμαχοι ανθρώποι
κι οι σκοτωμένοι επίσης

θα τ’ άκουγαν τ’ αηδόνια

ακούνε πολυβόλα
μες στο λυκόφως
η γνώση του φιλιού τους άξαφνα μες στη φωτιά,
όι μάνα χωρισμός
γδούπος βαρύς στη γης – πανάλαφρος πιο πέρα
του μωρού
η μπότα ακούγεται χαριστική πα’ στο κρανίο τρυφερά

αυτή τη μουσική ακούνε πια
μονάχα οι ζωντανοί – όι μάνα, νεκροζώντανοι;
τη δυνατότητα αυτή
μονάχα αυτοί

θα τ’ άκουγαν τ’ αηδόνια

ανάσκελα οι σκοτωμένοι
κι η δυνατότητα του ανθρώπου
ανάσκελα

του ανθρώπου
μια δυνατότητα ο εμφύλιος είναι
και η φυλή επίσης σαν θ’ άκουγαν μαζί τ’ αηδόνια

ακούνε πολυβόλα
την μπότα τους οι άλλοι τρυφερά ακούν

όι μάνα χωρισμός
εμφύλιος στο Δίστομο του θεριστή
η μουσική χωρίζεται

…πια στον εμφύλιο έχει θεατές
και κλητικούς της μάνας
άμαχους ποιητές κι ασπάρακτους
που “όι μάνα όι μάνα” στην απόγνωση
που Δίστομος ο άνθρωπος
Κύριε δεν τ’ αγγίζουν
σε ’Σε απευθυνόμενοι
πίνοντας τα μυαλά τους

ενώ τ’ αηδόνια κελαηδούν – θ’ ακούγαμε τ’ αηδόνια.

 

 


                    από το χώρο του στο f/b
η φωτογραφία ομοίως και υποθέτω ότι είναι από το διαδίκτυο


© Assimina

Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Μαρία Μαραγκουδάκη, Μηδενική γωνία (απόσπασμα)

 



Οι άντρες φύγαμε όλοι. Τα χωριά ερήμωσαν. Στα σπίτια έμειναν οι γέροι και τα γυναικόπαιδα. Ο αδερφός μου, ο μικρός, έμεινε με τη μάνα μας και την αδερφή μας. Τον είχαμε για ταχυδρόμο. Όχι γράμματα. Του λέγαμε ποιον να πάει να βρει και τι να πει. Τον άλλονε  αδερφό μου, το μεγάλο, τον είχανε πάρει οι Γερμανοί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δεν κατέχαμε. Ζει, απόθανε; Εμπόρουνα εγώ να κάθομαι στο σπίτι; Ο καπετάνιος που ’χαμε στο βουνό ζει ακόμη. Γιώργη τόνε λέγανε θυμούμαι και ήκουσα πως έχει λέει μια ταβέρνα στην παλιά Ελλάδα. Δεν ξέρω. Δεν τόνε ξανάδα από τότε. Το μάτι μας εγυάλιζε να βρούμε πράμα να φάμε. Και δίψα. Να στεγνώνει το στόμα μας.  Όταν ήταν βολετό, κατεβαίναμε σε κανένα απόμερο σπίτι που κατέχαμε πως δε θα μας προδώσουνε και πίναμε νερό. Αν είχανε, μας εδίνανε και κανένα κομμάτι ψωμί.
Μια μέρα που καθόμαστε σ’ έναν ασκιανό, θωρούμε αυτοκίνητα που κατέβαινανε τη στροφή. Μετά σταματήσανε. Γερμανοί, φωνιάζει ένας. Πεταχτήκαμε όλοι. Πρόκαμα και πέρασα το δρόμο. Ταμπουρώθηκα πίσω από ένα μεγάλο σκίνο. Από την άλλη μεριά του σκίνου γροικώ χαρχάλιασμα. Δεν κουνιούμαι καθόλου κι ανειμένω. Λαγός θα ’ναι, σκέφτομαι. Χώνω την κεφαλή μου στο σκίνο και θωρώ τα μάθια ενός να με ξανοίγουνε. Ένα ξεπλυμένο μπλάβο χρώμα. Κατάλαβα πως ήτανε μάθια Γερμανού. Εγουρλώσαμε τα μάθια και οι δυο και μείναμε ακούνητοι. Σκέφτηκα να βγάλω το μαχαίρι. Δε μου πήγαινε. Μηδέ τα ματοτσίνορα μας δεν κουνιότανε. Σκέφτηκα να του ρίξω με το μάλιχερ που εκράτουνα. Πάλι δε μου πήγαινε. Γύρω ακουγότανε τουφεκίδι.  Εμείς ακούνητοι ξανοίγαμε ο εις τον άλλο. Κι αν με προλάβει; Αν μου ρίξει πρώτος; Έσυρα τη δεξά χέρα μου σιγά σιγά, μην το καταλάβει, να πιάσω το μαχαίρι. Τον κερατά το Γερμαναρά, θα τόνε σφάξω πριν με σφάξει αυτός. Ακούνητοι και οι δυο, ξανοίγαμε συνέχεια ο εις τον άλλο. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως χαμογελάσανε τα ξεπλυμένα μάθια. Κρατώ το μαχαίρι σφιχτά. Τόνε ξανοίγω καλά. Τα ξεπλυμένα μάθια χαμογελάσανε φοβισμένα. Μου φαίνεται σα να χαμογελάσανε και τα δικά μου. Κρατώ γερά το μαχαίρι. Εκράτουνα γερά το μαχαίρι και τα μάθια του θωρούσανε ντρέτα τα δικά μου. Ακούνητοι. Δεν ξέρω πόση ώρα είμαστε έτσι. Δεν ξέρω πόσο κράτησε το πιστολίδι. Δεν θυμούμαι πότε και πώς έγινε μετά και συρθήκαμε για να πάει ο καθένας τσι δικούς του. Μόνο τα μάθια του θυμούμαι. Μπλάβα ξεπλυμένα. Όλα τ’ άλλα είναι θολά.
Δεν το ’πα σε κανέναν. Τι να ’λεγα; Δε μ’ ένοιαζε για τσι άλλους, μα δεν είχα μούτρα να δω το Νικολιό. Είχε σκοτώσει τον πατέρα του, γιατί σήκωσε μια άσπρη σημαία στο βομβαρδισμό. Δεν εβάσταε την ντροπή να ’χει σηκώσει άσπρη σημαία το δικό του σπίτι. Καλό κοπέλι το Νικολιό, αιστημαλίδικο και με μπέσα. Εγώ ντρεπόμουνα. Δε το ’πα πουθενά. Ακόμη όμως με τρώει που άφησα ένα Γερμαναρά να φύγει. Ακόμη δεν είμαι σίγουρος αν ήκαμα καλά που δεν τόνε σκότωσα. Ένας λιγότερος, να ξεβρομίσει ο τόπος. Έχουνε μούτρα οι κερατάδες να ’ρχονται, λέει, τουρίστες στον τόπο μας. Ε, και να μπόρουνα να πάρω ένα μπαζούκας να τσι καθαρίσω όλους. Μα πώς να σκοτώσεις τον άλλο άμα σε ξανοίγει κοντά κοντά και ίσα στα μάθια;

(Από τη "Μηδενική γωνία" εκδ. Εύμαρος 2016)


από τον χώρο της στο f/b πριν ένα χρόνο

 

 

*******
[σ.σ. η ελληνική κυβέρνηση ψήφισε λευκό στην πρόταση για εκεχειρία στην Λωρίδα της Γάζας, χθες]



© Assimina

Παρασκευή 4 Οκτωβρίου 2024

πηγές

 

ώιντα, ποιηματάκι μου καημένο! 
πώς και πως και πόσο λίπασμα
θα γίνεις
 
[εμπνεύσεων γεγηρακότων. Ω!]

 

© Assimina

Κυριακή 29 Σεπτεμβρίου 2024

Κώστας Μάστρακας, 25η ὥρα

 

 (Του Κώστα Μάστρακα, από την "Ζώνη Ασφαλείας")


                  25η ὥρα


           Ὁ χρόνος εἶχε κάποτε εὐρυχωρία.
           Δικά μου πρωϊνά, ποὺ δὲ μοῦ τἄπαιρνε κανείς,
           πάμφωτα μεσημέρια,
           ποὺ μὲ βασάνιζε ἡ ὑποχρέωση ἄθελου ὕπνου,
           γεμᾶτα ἀπογεύματα
           καὶ νύχτες ἔνυπνες, ἐνόνειρες.
           Σιγὰ-σιγὰ ἄρχισαν νὰ μὲ κλέβουν.
           Μοῦ ζήτησαν κάποια μικρὴ ἐξυπηρέτηση.
           Ἁπλόχερα τὴν ἔδωσα.
          Ἔχετε λίγη ὥρα γιά..- θὰ σᾶς ἀνταμείψω!
           Δὲ μ' ἔνοιαζε ἡ ἀνταμοιβή, ἡ ἀνταπόδωση.
          Ἔδωσα ὧρες ἀφειδώλεφτα,
           ἔδωσα πρωϊνά, ἔδωσα μεσημέρια, ἀπογεύματα.
           Νύχτες ἀτέλειωτες κι ἄλλες νύχτες.
           Μέρες ἀτέλειωτες κι ἄλλες μέρες.
          Ὅταν τελείωσε ὁ χρόνος
           ἔδωσα τόπο στὴν ὀργή,
           ἔδωσα τὰ σπλάχνα μου,
           τὸ σῶμα μου,
           ἔφτασα στὴν τελευταία μου στιγμή.
           Ἐκεῖ μὲ περίμενε ὁ ἄγνωστος Ἀνταποδότης:
           Πάρε, εἶπε, τριάντα δικές μου ὧρες.
           Πολλαπλασίασέ τες καὶ
          «Ἆρον τὸν κράββατόν σου»...
           Ἐπέζησα καὶ μετεωρίζομαι.
           Δὲν μπορῶ νὰ κάνω τίποτε ἄλλο.
          Ἔχω συνηθίσει νὰ δίνω.
           Δίνω λοιπόν, ὅ,τι ἐλάχιστο ἀπέμεινε.
           Δίνω κι ἀναζητῶ ἀπεγνωσμένα,
           τώρα ποὺ στένεψεν ἀσφυκτικὰ ὁ χρόνος,
           τώρα ποὺ χάθηκαν κ' οἱ εἰκοστέσσερες,
           τὴν εἰκοστὴ πέμπτη μου ὥρα
           τῆς ἀλήθειας.

 

                             από τον φβ χώρο του ποιητή Κώστα Σοφιανού

 

© Assimina

Κυριακή 25 Αυγούστου 2024

Στρατής Παρέλης, αντίφαση

 

 

αντίφαση...
 
νύχτα είναι θα περάσει. δάκνοντας τα τρυφερά συμπεράσματα των λουλουδιών. ενός βασιλικού η έξαψη με σκλάβωσε και δεν αντέχω. καρφιτσώνω τις λέξεις μου επάνω στον ντελικάτο κορμό της μουριάς που ζει με έκπαγλες ματαιότητες! ανθίζει το φεγγάρι. μισοκατεστραμμένο από την υπερβολική προσήλωση στον ουρανό. φθαρμένο είναι και το Ποίημα: ενσκήπτει μέσα του κάθε μεσάνυχτο που δεν χρονολογείται.
ξεχνιέμαι διαβάζοντας κάτι που είναι φωτιά. όπως γεννιέται ένας στίχος έτσι η ζωή καθοδηγεί την τόλμη της. ευτυχήματα μες την καρδιά μου, αποταμιευμένες ελαφρότητες, κρουστές μελαγχολίες πίσω στην αυλή, εκεί που μίλαγε η γιαγιά μου και ορθώνονταν οι ορτανσίες και οι γαριφαλιές.
ένα λιανό αεράκι με εμπαίζει και με συμπονά: ποιός την αντέχει τόση Αντίφαση;
 
έργο του Νταλί

 

 


 

από τον χώρο του στο fb
σαν σήμερα πριν ένα χρόνο 
(όπως όλες οι προγραμματισμένες αναρτήσεις αυτού του μπλογκ)

© Assimina

Δευτέρα 19 Αυγούστου 2024

Αθανασία Κρατημένου, άτιτλο

 

 να σε κρεμάσω από μανταλάκι πλαστικό να σε χαζεύω να στεγνώνεις από χιόνι εσύ θλίψη προγονική και τραύμα παιδικό δε με θυμάσαι με ξέχασες τόσα χρόνια που στοιβάχτηκαν στα μάτια σου κάποια μέρα θα μπερδευτείς και θα φωνάξεις κάποια αγαπημένη σου με το όνομα μου η γλώσσα θα αρθρώσει τη μνήμη και ίσως γευτείς πάλι τη λύπη και τη λαχτάρα των φιλιών μου

 



από τον χώρο της στο f/b 

Αύγουστος 2023

© Assimina

Πέμπτη 15 Αυγούστου 2024

Βασίλης Λαλιώτης, άτιτλο

 

 

Εκεί στην Αλμπέρκα, είδα το πάνω όριο της Μεσογειακής Μεγάλης Μητέρας... Το κράτος της αχνοφέγγει στο χάρτη και το ψηλαφούν κάποτε διανοούμενοι και καλλιτέχνες που επιμένουν να διαβάζουν τους τόπους της Βυζαντινής Οικουμένης σε ορισμένους παραλλήλους και μεσημβρινούς που περιέχουν εδάφη αυτής της λεκάνης. Ο κρητικός πέλεκυς είναι το σήμα και το όπλο της, ένας φυλακισμένος σπαραγμός φυλάει τους χρόνους της που είναι το μεσημέρι και το καλοκαίρι. Ο ταύρος είναι το ζώο της και η θέα από τα κοιμητήρια προς τη θάλασσα η μυστική της επικράτεια. Και όσοι ξέρουν ζουν και ποιούν και γράφουν, όπως κι εγώ, από τα αγαθά της Μητριαρχίας.

 

 

 

 

 από τον χώρο του στο φβ

15 08 2023

 

© Assimina