Σάββατο 6 Δεκεμβρίου 2025

ΚΑΣΤΕΛΛΑ, Βασίλης Πολύζος

 

 

ΚΑΣΤΕΛΛΑ, Βασίλης Πολύζος
 
στο μεταξύ τόσοι και τόσοι γράψανε τον πόνο
μ’ ένα σπαθί πάνω σ’ ανθρώπινα κορμιά
κι ας φύσαγε ο άνεμος έλεος έλεος έλεος
κι εσύ πηγαίνοντας με τον ηλεκτρικό στον Πειραιά
βάζεις στα διπλανά καθίσματα που έτυχε να είναι άδεια
τους οικείους νεκρούς σου για μια κουβεντούλα καθ’ οδόν
μαζί κι ένα αόρατο στεφάνι από μοβ και χρυσαφιά λουλούδια
αλλά και τι να πεις και τι να σου απαντήσουν
έχουν κι ετούτοι βαρεθεί τα χιλιοειπωμένα
γυρίζεις και διαβάζεις με τα μάτια αμίλητα
τις πολυκατοικίες με τις αταξίδευτες βεράντες
που μόλις και μετά βίας χωράν ένα περαστικό ρεμπέτικο
μα όπως και να το κάνουμε είναι ωραία η ζωή
φτάνει να ’χουμε την υγειά μας και χρόνια πετούμενα στο φως
θυμάσαι τώρα και τον τυχερό που κέρδισε πρωτοχρονιά
εκείνο το δυαράκι στο λαχείο συντακτών
κι έτσι βολεύτηκε ο καημένος οικογενειακώς
είναι καλό να βρίσκει η τύχη αυτόν που το ’χει ανάγκη
πάνε σου λεν οι μέρες που χαμογελούσαμε μα ο κόσμος
δεν άλλαξε και τ’ αγριόχορτα στο ξέφραγο το οικόπεδο
έχουνε να σου ψιθυρίσουν ένα θρόισμα μισοξεχασμένο
λες έτσι είναι η ζωή πάντοτε κάτι δίνεις κάτι παίρνεις
κάποτε θ’ ανασάνουμε μπορεί και μια απ’ αυτές τις μέρες
και πόσο χρονώ θα ’ταν τώρα η ξαδερφούλα η μικρή του Σπύρου
που ’παιζε με τα κύματα στο λιμανάκι της Καστέλλας
στο μεταξύ τόσοι και τόσοι γράψανε μ’ ένα σπαθί τον πόνο
πάνω σ’ ανθρώπινα κορμιά κι ας τραγουδούσε ο άνεμος
έλεος έλεος έλεος
 
ΚΑΣΤΕΛΛΑ
©Βασίλης Πολύζος 27.2.2016

 

***

 από τον χώρο του Βασίλη Λαλιώτη στο φβ, σήμερα

τι ποίημα!

θέμα, άνοιγμα θέματος, επανάληψη αρχής στο τέλος, η ανέχεια και η δικαίωση (δεν ξέρω αλλιώς να το εκφράσω), τι ποίημα! τέλος, μοιάζει να συνομιλεί με εκείνα της Τασούλας Καραγεωργίου στη συλλογή της: "ΜΕΤΡΟ"  σε τούτους τους στίχους του:

βάζεις στα διπλανά καθίσματα που έτυχε να είναι άδεια
τους οικείους νεκρούς σου για μια κουβεντούλα καθ’ οδόν
μαζί κι ένα αόρατο στεφάνι από μοβ και χρυσαφιά λουλούδια
αλλά και τι να πεις και τι να σου απαντήσουν
έχουν κι ετούτοι βαρεθεί τα χιλιοειπωμένα


© Assimina

Παρασκευή 21 Νοεμβρίου 2025

ΣΩΚΡΑΤΗΣ ΞΕΝΟΣ, “μινόρε χρυσάνθεμα”

 

 

“μινόρε χρυσάνθεμα”
 
“εδώ τα καλά νερά
κι εκεί
οι βωμοί οφθαλμοί που ανθρωποστάλαζαν”
 
χιτώνας φθινοπώρου εν πλω
από τις επιθέσεις του καιρού δε γλίτωσα
και τα γαλάζια μου υψώματα
κι η άμμος αντιστάσεις μου
ακτές μου πίσω
κι όταν περνάει το καράβι σου
ανοιχτά από το γέλιο των τρελών
φωνάζοντας τσάκισμα
ναυαγός αλιεύομαι
 
τμήμα διάτασης το τιρκουάζ σκουλαρίκι σου μάγισσα
όλος προς πάθος ανάγκης εξαρτώμενος
δίχως να θέλω λυγούν τα γόνατα των φράσεων
και με ρίχνουν κάτω
φορτίο στην πιο ακμή του
κι ένα χερούλι να πιαστώ άρση δεν έχω
εσένα που μαδώντας διάθεση
υλοποιείσαι αγέρας εποχής
από παντού καταφτάνεις
πνέοντας μινόρε χρυσάνθεμα
 
S.V.X

 

                                                                 από τον χώρο του στο φβ 

© Assimina

Τετάρτη 19 Νοεμβρίου 2025

Στρατής Φάβρος, Παραμυθητικόν

 

 Παραμυθητικόν

"Animula, vagula, blandula"

Θα πεθάνω γριά λες;

H ζωή,

αυτή η σκύλα, Σκύλλα και Χάρυβδης
που δίνεται με υπέροχη λατρεία στο τυχαίο

εκτός κι αν πάνω από το σάπιο βόρβορο

πολλαπλής αναίσχυντης τοκογλυφίας
φίδι ωχρό κοιμάσαι

κι αν δεν το ξέρεις θα το μάθεις

τότε η σκύλα σου χαρίζεται
με το πείσμα κουφού και τυφλού ·

και διέφυγες το θάνατο πάλι ηλίθιε ;

μ’ ακούς γυναίκα με τους πόθους
και τα όνειρα από φίλντισι;

σπουδαίοι φορώντας πανοπλίες
ντυμένοι το ψέμα με επιμέλεια

και βιοπορίζονται με πασαλείμματα
και θαρρούν πως δεν τους βλέπουν
θαρρούν πως ο χρόνος είναι τυφλός

μ’ ακούς γυναίκα φίλη μάνα και σύζυγε
Με τα όνειρα από πηλό και σύννεφα;
Με την υπομονή τους βρήκε πάντοτε ο θάνατος

ένας υπάρχει να τον ξεφύγεις τρόπος
να σε πετύχει ανόητο
στη δίνη μιας χρυσοπλούμιστης
απροκάλυπτης έξαψης
Ω σαν πεταλούδα

στο τέλος του καλοκαιριού,όταν
και δε θα ακούσεις το μαύρο ρόχθο του
ούτε το πράσινο ποτάμι της λήθης δε θά δεις

θα σβήσεις σαν μην ήσουν ποτέ
γενναίος αθώος και υπέροχα ανόητος

μ’ακούς γυναίκα με τα παντελόνια της επανάστασης
και τα γυναικεία σου δάκρυα που αλλιώς τα λέμε συνείδηση ;

έτσι θα σβήσεις

Συλλογή Αφροδίτες ( Ανέκδοτη)

 

 

© Assimina

Σάββατο 15 Νοεμβρίου 2025

Βασίλης Λαλιώτης, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

 

 ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Παρασκευή 15 Νοεμβρίου

Μοιάζουν αδιάφορα όλα και σαν ηττημένα
κι ας καίει αποκάτω η φωτιά
τα ζύγισες τα είδες τα ξανάδες
αστεία αστεία πέρασε μισός αιώνας
στιγμές μεγάλες που δεν πέρασαν
απ' τη μικρή στιγμή που είσαι μα ωστόσο
σε έστειλαν σαν επιζώντα στα μελλούμενα
να ξεχρεώσεις μ' έναν τρόπο
τους πόνους στην κοιλιά της μάνας σου
να μην πας έτσι έχοντας μάθει
πως πολύτιμο είναι το κάθε τι
που αναμετρήθηκε με θάνατο, έστω και των άλλων.
Εκεί σου ανέβηκε άξαφνα η φράση:
Κι ο Διομήδης, πόσο θα ήταν τώρα;
Έτσι ξεκάρφωτο που να ρωτάν οι γύρω
ποιος Διομήδης και πως σου' ρθε τώρα;
Κι εσύ να λες, τίποτα τίποτα, κάτι δικά μου
και να θυμάσαι εκείνο το: ο γιος μου
του πατέρα του, ανήκε στο κόμμα των νεκρών.
Πόσο θα ήταν τώρα ο Διομήδης;
Τα πιο μεγάλα στη ζωή τα σώζουν
κάτι αφηγήσεις μικρές στο τέλος για το θάνατο.
Είδαμε πολύ τέλος στον καιρό μας
κι αν αυτό σε παρηγορεί το τέλος ενός γεγονότος
μπορεί να διαρκέσει πιο πολύ από το γεγονός
γι αυτό και είμαστε ακόμα επιζώντες
που ξεχρεώνουνε της μάνας τους το γάλα
είμαστε η πίστη που αξίζει του ενός
στρατιωτάκια στην ανθρώπινη ευγένεια
κι αυτό δεν θα το παίξει εδώ κανείς
θα πάει μαζί μας όταν θα πεθάνουμε.

 [από τον χώρο του στο φβ πριν ένα χρόνο]

 

© Assimina

Τετάρτη 22 Οκτωβρίου 2025

Βασίλης Λαλιώτης, ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

 

 ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΑ ΦΘΙΝΟΠΩΡΟΥ

Τρίτη 22 Οκτωβρίου

Κι έπειτα γυρίζω και σε κοιτάζω
όχι πολύ, δεν θα άντεχα το πιο πολύ
έχουμε πάει φαίνεται πολύ πιο μακριά
απότι γράφεται ως ποίημα του έρωτα
κι είναι τα λόγια λίγα που ακολούθησαν
τα χέρια σου είναι χέρια και τα μάτια μάτια σου
κι ο χρόνος που στοιχηματίσαμε ως αντίπαλο
είναι ένα ρόδο εκατόφυλλο που ανθίζει
με το κάθε σου βλέμμα που μου λέει
πως είμαστε μικροί πολύ μικροί μα εκεί
κι όσο αντέχουν οι μικροί μας γίνονται μεγάλα
ρίχνουμε μια ματιά ο ένας στον άλλον
κι έπειτα δες γελάμε γιατί έχουμε φτάσει
να στηρίζουμε τόσο τον κόσμο μάτια με μάτια
που ένα δάκρυ πάει να σκάσει και γυρίζει
εκεί που θα ταν ίσως των δακρύων η πηγή
το στόμα κάτι πάει να πει και χάνεται
είναι τόσο παλιά η λέξη ομορφιά ανάμεσά μας
κι όλα ανάλαφρα σαν φύσημα καπνού
κι είναι δική μου η ευθύνη να τους βγάλω λάμψη
από λόγια λέω που έχω δικαστεί
να ψάχνω εγώ ο εκτός κόσμου μοναχά
για να γυρίζω σ' ένα κόσμο που είναι ο κόσμος σου.
Δεν είναι αγάπη αυτό και που πεινάει εμπόδια
δεν είναι λέξεις που αλυχτάν την απουσία
ψίθυρος είναι μόλις πάνω απ' τη σιωπή
στον τρόμο απ' τα μελλούμενα μια παρουσία.

 [από τον χώρο του στο φβ πριν ένα χρόνο]

© Assimina

Παρασκευή 17 Οκτωβρίου 2025

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ, 27η ΣΠΕΙΡΑ (Σπείρες εξέλιξης ή προαγωγή πολέμου)

 

 

ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΜΠΟΓΛΗΣ,        Σπείρες εξέλιξης

              ή προαγωγή πολέμου

 

27η ΣΠΕΙΡΑ

 

Πληρώματα δίχως τροφή, διασκορπισμένα,
δίχως γη για τους νεκρούς, δίχως ανάπαυλα,
μονάχα των βομβαρδισμένων οικιών τον ψίθυρο.
Νερά που βράζουν, χώμα λάσπη, ιαχές κατά τα κέρδη
των εχθρών και φίλιες αρπακτές κεκαλυμμένες·
χημεία πολέμου.

Εκείνο το πένθος στον άνεμο να αυξάνεται και
να πληθύνεται στους τέσσερεις ορίζοντες
της ασφάλτου· το λιβάνι, το κερί, τ’ αρώματα
του πόνου, η φωτιά, η κάπνα, η ομίχλη
της πόλεως· χρώμα τρωκτικών· μόλυβδου
μνημοσύνη. 

Κι οι συριγμοί, καν σούρσιμο, καν ψίθυρος,
ηχώ από σάρωθρα στην σκόνη· αυτή η αφή ενός
αόρατου κάτι που με κρατάει ξάγρυπνο·
ορθοστασία και γνώση· πείσμα. 

Ένα μυστήριο η απαντοχή καθώς το ιώδες
φουστάνι στα ριζά των λιόδεντρων, στους σκίνους
λέγεται ανεμώνες, ή τελευταίο χιόνι.

Στοχάζομαι νεαρά Βίβλο να συλλαβίζει καινόν
γενέσεως: κεφάλαιο α΄, στίχος 1ος: από
του μηδενός η ελπίδα μου.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

© Assimina

Παρασκευή 15 Αυγούστου 2025

Αθανασία Δρακοπούλου, πίσω απ' τον Ναό

 

 

Ένα κομμάτι καθαρό λινό
το πρώτο χέρι που ανάβει το φως
το δεύτερο που βιάζεται, να το σβήσει .
 
Κι αυτή, καρφωμένη στην ίδια ηλικία
με ένα παιδί ασώματο στα χέρια
γύρω της ασφυκτικά τα χρυσάνθεμα.
 
Απ' έξω, να χορεύει η πικροδάφνη
το βαλς των βορείων ανέμων
από μέσα, να στάζει η αφορμή του λόγου.
 
Ένα μεταλλικό κουτί σκαλιστό
ο βυθός του, χρόνος και κόκκος της άμμου
το δάκρυ, ρίζες και φύλλα, στιγμές του κεριού.
 
Κι εσύ καθισμένος αιώνες, στο ίδιο παγκάκι
να κρατάς στις χούφτες, ιστορίες πεσόντων
ενόσω ο Δεκαπενταύγουστος, σφυρίζει.
 
Αδιάφορα σφυρίζει και πάει κι έρχεται
σε λευκά κομμάτια λινού, μέσα στο Μπλέ
το Μπλέ πού τώρα σε φτύνει, κατά πρόσωπο.
 
Αργότερα, όλα αυτά θα σβήσουν σε λίγο νερό
κάποιοι, θα μοιράζουν ευχές και φιλιά
και τα κεριά θα κοιμηθούν, σε χοντρή σακούλα.
 
Απ' την πίσω πόρτα, τελειώνουν τα θαύματα
οι χοντρές μαύρες σακούλες, γεμάτες ευχές
Δευτέρα, θα λιώνουν, μέσα σε καλούπια παραφίνης.
 
Λιώνω και φεύγω, δεν ξέρω για πού
μονάχα η Θάλασσα, μετράει τα βήματα μας
βιάζεται κι αυτή να μας ξοδέψει.
 
* πίσω απ' τον Ναό

 *
από τον χώρο της στο fb σαν σήμερα πριν ένα χρόνο
με την άδειά της 

 

© Assimina