Ένα κομμάτι καθαρό λινό
το πρώτο χέρι που ανάβει το φως
το δεύτερο που βιάζεται, να το σβήσει .
Κι αυτή, καρφωμένη στην ίδια ηλικία
με ένα παιδί ασώματο στα χέρια
γύρω της ασφυκτικά τα χρυσάνθεμα.
Απ' έξω, να χορεύει η πικροδάφνη
το βαλς των βορείων ανέμων
από μέσα, να στάζει η αφορμή του λόγου.
Ένα μεταλλικό κουτί σκαλιστό
ο βυθός του, χρόνος και κόκκος της άμμου
το δάκρυ, ρίζες και φύλλα, στιγμές του κεριού.
Κι εσύ καθισμένος αιώνες, στο ίδιο παγκάκι
να κρατάς στις χούφτες, ιστορίες πεσόντων
ενόσω ο Δεκαπενταύγουστος, σφυρίζει.
Αδιάφορα σφυρίζει και πάει κι έρχεται
σε λευκά κομμάτια λινού, μέσα στο Μπλέ
το Μπλέ πού τώρα σε φτύνει, κατά πρόσωπο.
Αργότερα, όλα αυτά θα σβήσουν σε λίγο νερό
κάποιοι, θα μοιράζουν ευχές και φιλιά
και τα κεριά θα κοιμηθούν, σε χοντρή σακούλα.
Απ' την πίσω πόρτα, τελειώνουν τα θαύματα
οι χοντρές μαύρες σακούλες, γεμάτες ευχές
Δευτέρα, θα λιώνουν, μέσα σε καλούπια παραφίνης.
Λιώνω και φεύγω, δεν ξέρω για πού
μονάχα η Θάλασσα, μετράει τα βήματα μας
βιάζεται κι αυτή να μας ξοδέψει.
* πίσω απ' τον Ναό
*
από τον χώρο της στο fb σαν σήμερα πριν ένα χρόνο
με την άδειά της
© Assimina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου