Δευτέρα 28 Οκτωβρίου 2024

Μαρία Μαραγκουδάκη, Μηδενική γωνία (απόσπασμα)

 



Οι άντρες φύγαμε όλοι. Τα χωριά ερήμωσαν. Στα σπίτια έμειναν οι γέροι και τα γυναικόπαιδα. Ο αδερφός μου, ο μικρός, έμεινε με τη μάνα μας και την αδερφή μας. Τον είχαμε για ταχυδρόμο. Όχι γράμματα. Του λέγαμε ποιον να πάει να βρει και τι να πει. Τον άλλονε  αδερφό μου, το μεγάλο, τον είχανε πάρει οι Γερμανοί σε στρατόπεδο συγκέντρωσης. Δεν κατέχαμε. Ζει, απόθανε; Εμπόρουνα εγώ να κάθομαι στο σπίτι; Ο καπετάνιος που ’χαμε στο βουνό ζει ακόμη. Γιώργη τόνε λέγανε θυμούμαι και ήκουσα πως έχει λέει μια ταβέρνα στην παλιά Ελλάδα. Δεν ξέρω. Δεν τόνε ξανάδα από τότε. Το μάτι μας εγυάλιζε να βρούμε πράμα να φάμε. Και δίψα. Να στεγνώνει το στόμα μας.  Όταν ήταν βολετό, κατεβαίναμε σε κανένα απόμερο σπίτι που κατέχαμε πως δε θα μας προδώσουνε και πίναμε νερό. Αν είχανε, μας εδίνανε και κανένα κομμάτι ψωμί.
Μια μέρα που καθόμαστε σ’ έναν ασκιανό, θωρούμε αυτοκίνητα που κατέβαινανε τη στροφή. Μετά σταματήσανε. Γερμανοί, φωνιάζει ένας. Πεταχτήκαμε όλοι. Πρόκαμα και πέρασα το δρόμο. Ταμπουρώθηκα πίσω από ένα μεγάλο σκίνο. Από την άλλη μεριά του σκίνου γροικώ χαρχάλιασμα. Δεν κουνιούμαι καθόλου κι ανειμένω. Λαγός θα ’ναι, σκέφτομαι. Χώνω την κεφαλή μου στο σκίνο και θωρώ τα μάθια ενός να με ξανοίγουνε. Ένα ξεπλυμένο μπλάβο χρώμα. Κατάλαβα πως ήτανε μάθια Γερμανού. Εγουρλώσαμε τα μάθια και οι δυο και μείναμε ακούνητοι. Σκέφτηκα να βγάλω το μαχαίρι. Δε μου πήγαινε. Μηδέ τα ματοτσίνορα μας δεν κουνιότανε. Σκέφτηκα να του ρίξω με το μάλιχερ που εκράτουνα. Πάλι δε μου πήγαινε. Γύρω ακουγότανε τουφεκίδι.  Εμείς ακούνητοι ξανοίγαμε ο εις τον άλλο. Κι αν με προλάβει; Αν μου ρίξει πρώτος; Έσυρα τη δεξά χέρα μου σιγά σιγά, μην το καταλάβει, να πιάσω το μαχαίρι. Τον κερατά το Γερμαναρά, θα τόνε σφάξω πριν με σφάξει αυτός. Ακούνητοι και οι δυο, ξανοίγαμε συνέχεια ο εις τον άλλο. Για μια στιγμή μου φάνηκε πως χαμογελάσανε τα ξεπλυμένα μάθια. Κρατώ το μαχαίρι σφιχτά. Τόνε ξανοίγω καλά. Τα ξεπλυμένα μάθια χαμογελάσανε φοβισμένα. Μου φαίνεται σα να χαμογελάσανε και τα δικά μου. Κρατώ γερά το μαχαίρι. Εκράτουνα γερά το μαχαίρι και τα μάθια του θωρούσανε ντρέτα τα δικά μου. Ακούνητοι. Δεν ξέρω πόση ώρα είμαστε έτσι. Δεν ξέρω πόσο κράτησε το πιστολίδι. Δεν θυμούμαι πότε και πώς έγινε μετά και συρθήκαμε για να πάει ο καθένας τσι δικούς του. Μόνο τα μάθια του θυμούμαι. Μπλάβα ξεπλυμένα. Όλα τ’ άλλα είναι θολά.
Δεν το ’πα σε κανέναν. Τι να ’λεγα; Δε μ’ ένοιαζε για τσι άλλους, μα δεν είχα μούτρα να δω το Νικολιό. Είχε σκοτώσει τον πατέρα του, γιατί σήκωσε μια άσπρη σημαία στο βομβαρδισμό. Δεν εβάσταε την ντροπή να ’χει σηκώσει άσπρη σημαία το δικό του σπίτι. Καλό κοπέλι το Νικολιό, αιστημαλίδικο και με μπέσα. Εγώ ντρεπόμουνα. Δε το ’πα πουθενά. Ακόμη όμως με τρώει που άφησα ένα Γερμαναρά να φύγει. Ακόμη δεν είμαι σίγουρος αν ήκαμα καλά που δεν τόνε σκότωσα. Ένας λιγότερος, να ξεβρομίσει ο τόπος. Έχουνε μούτρα οι κερατάδες να ’ρχονται, λέει, τουρίστες στον τόπο μας. Ε, και να μπόρουνα να πάρω ένα μπαζούκας να τσι καθαρίσω όλους. Μα πώς να σκοτώσεις τον άλλο άμα σε ξανοίγει κοντά κοντά και ίσα στα μάθια;

(Από τη "Μηδενική γωνία" εκδ. Εύμαρος 2016)


από τον χώρο της στο f/b πριν ένα χρόνο

 

 

*******
[σ.σ. η ελληνική κυβέρνηση ψήφισε λευκό στην πρόταση για εκεχειρία στην Λωρίδα της Γάζας, χθες]



© Assimina

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου