Δευτέρα 14 Φεβρουαρίου 2022

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΛΟΥΚΟΠΟΥΛΟΣ, Η ευγνωμοσύνη των κυττάρων

 

Όταν εγκατέλειψα τη γλώσσα,
σύρθηκαν τα βουνά από κάτω μου να με σηκώσουν,
εμένα που τι ήμουν,
ένα άδειο σπήλαιο,
χωρίς ποτάμια,
χωρίς χρόνους,
δαγκωμένο στη μιαν άκρη
από τον καημό της μικραγάπης.
 
Γύριζα και γύριζα στον αέρα της
και ήταν ο καιρός χλωμός,
άκυρος και νωθρός, σαν πεφταστέρι.
Κι όσα κόκαλα μάζευα από την ουρά του,
τα έκανα πιόμα,
να έχει ουσία το ραχάτι στη λιακάδα,
όταν έρθει.
Μα δεν ερχόταν.
 
Τα κορίτσια που φόρεσα πριν,
ήταν χελιδόνια.
Κι από τα ράμφη τους ακούγονταν βρισιές.
Χύμα, θολός κι ασυγκέντρωτος,
όμως δεν τους μαρτύρησα το είναι.
Κι όσα μου έστιξαν,
με βελόνες κι εκδορές,
τυμπάνισαν το δέρμα
ξερό και πράσινο,
υδαρές έμπυο,
κακοφορμίζον.
Διότι, δικό τους ρώτησαν να με έχουν,
το παιγνίδι τους,
που το βρήκαν ρημαγμένο σε ελεύθερα σχήματα,
λοιμώδη νερά και άσπρα χέρια.
 
Όμως δεν ήμουν κανενός:
 
Τα μάτια, που έριζαν,
ήταν του κόσμου.
Τα γλυκά καλοκαίρια
που ανέβαινε η αψιά μυρωδιά ως τη σκεπή,
ήταν και της μάνας μου.
Τα παιδιά μου και τα αποποιήματα,
οι ενδεχόμενοι σπόροι,
ήταν της ζωής που ενέπαιζε,
άνοιξη στην αρχή,
ερωτεύτηκε μετά
μια νύχτα αρχάγγελη.
 
Αλλά έτσι είναι κι ο θάνατος.
 
Ώσπου ήρθε
καθαυτή της,
χώρεσε πάνω μου δια δύο
το ροζ αηδόνι της
-έντιμο δοχείο η προσευχή-
διεστάλη υγρή
και με έσβησε.
Άλαλος έκτοτε
-με νεύματα-
καταπίνω το χρόνο της
μέχρι να σκάσω.
 
 
[KΛ - 2014 - Η ευγνωμοσύνη των κυττάρων - από την ανέκδοτη συλλογή «Ξηρασίες, η πρώτη μάχη»]

 

 
*
από τον χώρο του στο φβ, σήμερα
 

© Assimina

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου