Παρασκευή 3 Απριλίου 2020

Γιώργος Μπλάνας, Τα Ποιήματα I



 Η ΠΟΙΗΣΗ ΕΙΝΑΙ ΜΠΟΥΓΑΔΑ
ΑΠΛΩΜΕΝΗ
ΣΤΗΝ ΑΥΛΗ ΤΟΥ ΠΑΡΑΔΕΙΣΟΥ.

Οι ποιητές κοιμούνται σαν πουλιά
μέσα στην αίσια γαλήνη των δασών.
Το χιόνι απλώνει τα μαλλιά του
στα ξύλινα μάτια τους,
η βροχή μουσκεύει την καρδιά τους
κι ο ήλιος στεγνώνει τις σκέψεις τους
στα ξέφωτα.
Αργά το απόγευμα,
ένας γαλάζιος γέροντας
μαζεύει στίχους και τους διπλώνει,
σαν κατάλευκα σεντόνια.


ΤΟΝ ΟΥΡΑΝΟ ΝΑ ΜΟΥ ΦΥΛΑΤΕ.


Η Άνοιξη τρομάζει τις ψυχές.
Άνεμοι τρεχάτοι μισανοίγουν τις πόρτες της ζωής,
κοιτάζουν μέσα γρήγορα και φεύγουν
σκούζοντας στις ερημιές.
Αυτό που βλέπουν τρεμοσβήνει
στα μάτια των παιδιών,
όταν μέσα στην νύχτα προσπαθούν να διακρίνουν
τις λεπτές κλωστές
που συγκρατούν τον ουρανό και το φεγγάρι.


ΜΑΤΙΑ ΠΟΥ ΜΠΗΚΑΝ ΣΤΟ ΕΠΟΜΕΝΟ ΒΑΓΟΝΙ
ΚΑΘΩΣ ΣΚΕΦΤΟΜΟΥΝ ΤΑ ΒΟΥΝΑ.

Μάτια μου, μάτια εξαίσια, φερμένα απ’ το σκοτάδι
μες στην αχλή του πλήθους, σαν χαμένα.
Μάτια μου, μάτια εξαίσια, φευγάτα
όσο ν’ ανοίξει το σκοτάδι μια στιγμή
απ’ ένα φίλημα γλυκό που δεν εδόθη·
λάμψη γλυκιά, φίλημα αχνό,
ζέστα εκεινού που κούρνιασε
μες στην γαλήνη κάποιου άλλου και κοιμάται,
καθώς χαϊδεύονται στα χέρια της βροχής λιγνά βουνά
κι ο άνεμος χτυπιέται σαν τρελός στα σίδερά του.


***


 από την συλλογή:
ΤΑ ΠΟΙΗΜΑΤΑ Ι
(1982-2002)
και την ενότητα:
Η ΖΩΗ ΚΟΛΥΜΠΑ ΣΑΝ ΦΑΛΑΙΝΑ
ΑΝΥΠΟΠΤΗ ΠΡΙΝ ΤΗΝ ΣΦΑΓΗ


© Assimina

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου