Παρασκευή 17 Απριλίου 2020

Βισέντε Ουιντόμπρο, Πάθος, πάθος και θάνατος


Πάθος, πάθος και θάνατος – του Βισέντε Ουιντόμπρο


                                                             Μετάφραση: Βασίλης Λαλιώτης



Κύριε, σήμερα είναι η επέτειος του θανάτου σου.
Πριν χίλια εννιακόσια είκοσι έξη χρόνια βρισκόσουν σε ένα σταυρό
Πάνω σ’ ένα λόφο γεμάτο κόσμο.
Ανάμεσα ουρανού και γης τα μάτια σου ήταν όλο το φως.
Σταγόνα σταγόνα έσταξες αίμα πάνω στην ιστορία.
Από τότε ένα ρυάκι κόκκινο διασχίζει τους αιώνες ραντίζοντας τη μνήμη μας.

Οι ώρες πέρασαν μπρος στο υπεράνθρωπο κατώφλι.
Ο χρόνος καρφωμένος έμεινε με τα πόδια και τα χέρια σου.

Εκείνες οι σφυριές αντηχούνε ακόμα,
Ως εάν κάποιος να χτυπούσε τις πόρτες της ζωής.

Κύριε, συγχώρα με αν σου μιλάω μ’ένα λεξιλόγιο βέβηλο,
Μα δεν μπορούσα να σου μιλήσω με άλλον τρόπο μιας και είμαι βασικά παγανιστής.

Αν τυχόν είσαι Θεός, έρχομαι να σου ζητήσω ένα πράγμα
Σε κύματα ομοιοκατάληκτα με κόπους της πρόζας.

Υπάρχει στον κόσμο μια γυναίκα, η πιο θλιμμένη ίσως, αναμφίβολα η πιο ωραία,
Προστάτεψέ την, Κύριε, χωρίς να αμφιβάλεις, είναι αυτή.

Κι αν είσαι πράγματι Θεός και μπορείς περισσότερο από τον ερωτά μου
Βοήθαμε να την φυλάξω από όλους τους κινδύνους, Κύριε.

Κύριε σε κοιτάζω τώρα με τα χέρια μου ανοιχτά.
Θα ήθελες να σφίξεις όλους τους ανθρώπους και το σύμπαν όλο.

Κύριε όταν έκλινες το κεφάλι πάνω στην αιωνιότητα
Τα πλήθη δεν ήξεραν αν ήταν από τα μάτια σου που ανάβλυζε η σκοτεινιά.

Τ’ αστέρια έφυγαν ένα προς ένα στη σιωπή
Και η σελήνη δεν έβρισκε πώς να κρυφτεί πίσω από τους λόφους.

Σκίστηκαν οι κουρτίνες του ουρανού
Όταν πέρναγε η ψυχή σου πετώντας.
Κι εγώ ξέρω αυτό που φάνηκε πίσω· δεν ήταν ένα αστέρι,
Κύριε· ήταν το πρόσωπο το πιο ωραίο,
Το ίδιο που θα έβλεπες τη στιγμή
Που θα έσκιζες τη σάρκα του στήθους μου.
Όπως εσύ, Κύριε, έχω τα χέρια μου ανοιχτά φυλάγοντάς την.
Έτσι το υποσχέθηκα και με κουράζουν τόσοι αιώνες από αναμονή.

Μου πέφτουν τα χέρια σαν φτερά ανεμόμυλου σπασμένα στη γη.
Δε θα μπορούσες, Κύριε, ν’αργήσεις την ημερομηνία;

Κύριε, στη νύχτα του ουρανού σου πέρασε ένας αερόλιθος
Φέροντας μιαν επαγγελία δική σου και το βλέμμα της στο βάθος του απείρου.
Μέχρι το τέλος των αιώνων θα συνεχίσει να γυρίζει ο πόθος μας εκεί γραμμένος.

Κύριε, τώρα στ’ αλήθεια ασθενής είμαι
Μιαν αγωνία ανυπόφορη μου τρώει το στήθος.

Κι αυτός ο αερόλιθος μου δείχνει το δρόμο.
Αλυσόδεσε τις ζωές μας σε ένα μόνο πεπρωμένο.
Μας έδεσε την ψυχή καλύτερα από κάθε δαχτυλίδι.

Κύριε, αυτή είναι αδύναμη και ντελικάτη σαν ένα μπουκέτο λυγμοί.
Κοίτα την είναι μια περιδίνηση από αστέρια στο βάθος ενός πηγαδιού.

Τ’ αηδόνια του ντελίριου τραγουδούσαν στα φιλιά της,
Γέμιζε πυρετό ο σωλήνας των οστών.

Κάποιος φύτεψε στην ψυχή της κακά χορτάρια της αμφιβολίας και πια δεν πιστεύει σε μένα.
Δοκίμασέ με που είσαι Θεός και μετά τρεις μέρες αναβολής πάρε με από εδώ.

Θέλω να αποφύγω τον εαυτό μου.
Το πνεύμα μου είναι τυφλό γυρίζει ανάμεσα σε πλανήτες γεμάτους κατακλυσμούς.

Κι ακόμη η ζωή μου ματώνει πάνω στο χιόνι,
Σαν πληγωμένος λύκος που κάνει να τρέμει η νύχτα κάθε φορά που κινείται.

Είμαι σταυρωμένος σε όλες τις κορφές.
Μου καρφώνει την καρδιά ένα στέφανος από αγκάθια.

Τα ακόντια των ματιών τους μου πληγώνουν το πλευρό
Κι ένας πίδακας από αίμα πάνω στη σιωπή θα σου πει τι έχω περάσει.

Πριν μερικούς μήνες, Κύριε, εγκατέλειψα το γέρικό μου Παρίσι,
Μια παράξενη μοίρα με έφερνε να υποφέρω στη χώρα μου.

Κάνει κρύο, κάνει κρύο. Ο άνεμος σπρώχνει το κρύο πάνω στους δρόμους μας
Και τα άστρα τυλίγουν τις νύχτες γυρίζοντας σαν μύλοι.

Κύριε, σκέψου τους φτωχούς μετανάστες που έρχονται προς τη χρυσή Αμερική
Και βρίσκουν ένα φέρετρο αντί για κάσες με θησαυρούς.

Αυτοί διαποτίζουν τα κύματα του ρυθμού με τα τραγούδια τους.
Η καταιγίδα των ψυχών τους είναι πιο τρομερή από όλων των θαλασσών.

Κοίτα τους πώς κλαίνε για τα όντα που δε θα δούνε πια·
Τους κραυγάζουν στη νύχτα όλα τα πράγματα που άφησαν πίσω.

Κύριε, σκέψου τις φτωχούλες που υποφέρουν σαν ταπεινώνουνε τη σάρκα τους,
Τις νέες Μαγδαληνές που σήμερα κλαίνε τον πόνο της μητέρας σου.

Μαζεμένες στο βάθος της αγωνίας μια παράλογης γι’ αυτούς Βαβέλ,
Πίνουν αργά μεγάλα ποτήρια με χολή.

Κύριε, σκέψου τις σπείρες των ανωνύμων ναυαγών,
Στα διακοπτόμενα όνειρα που εκρήγνυνται σε κομμάτια από βολίδα.

Σκέψου τους τυφλούς που έχουν τα βλέφαρα γεμάτα μουσική και κλαίνε
από τα μάτια του βιολιού τους.
Αυτοί τρίβουν τα δοξάρια τους πάνω στη ζωή με μια πικρία χωρίς τέλος.

Κύριε, σε έχω δει ματωμένο στα βιτρώ της Σάρτρ,
Με χίλιες πεταλούδες που προς τα όνειρα φεύγουν.

Κύριε, στη Βενετία είδα το Βυζαντινό πρόσωπό σου
μια μέρα που ο αέρας ξεσπούσε από φιλιά και κρασί.

Οι γόνδολες περνούσαν τραγουδώντας σαν φωλιές
Ανάμεσα στα κλαδιά των κυμάτων, ακολουθώντας τα γέλια μας ως το Λίντο.

Κι εσύ έμενες μόνος στον Άγιο Μάρκο, εισπνέοντας τα δάση των προσευχών
Που μεγαλώνουν τα φυτά σου σε όλους τους σταθμούς.

Κύριε, είδα σε μιαν εικόνα έργο ενός Σέρβου μοναχού που καθώς εζωγραφιζε τ’ αγκάθια σου
Ένιωθε την ψυχή του όλη γεμάτη χελιδόνια.

Στην ιστορία του κόσμου, τι σημαίνεις εσύ;
Πριν ένα χρόνο συζήτησα αυτό το θέμα σ’ ένα καφέ της Μόσχας.

Ένας ρώσος σοφός δε σου έδινε μεγάλη σημασία.
Εγώ έλεγα πως είχα πιστέψει σε σένα στην παιδική μου ηλικία.
Μία χορεύτρια διάσημη για την ομορφιά της
Έλεγε πως εσύ είσαι μονάχα μια διήγηση από θλίψη.

Όλοι σε αρνήθηκαν και κανένας κόκορας δε λάλησε.
Ούτε ο Πέτρος ακούγοντάς μας έκλαψε.

Και στο βάθος μιας παλιάς Βίβλου η επί του όρους σου ομιλία
Συνέχιζε αντηχώντας μ’ έναν τρόπο παράξενο.

Κύριε, κι εγώ επίσης έχω τη ζωή πονεμένη, τις πτώσεις και το πάθος μου·
Πηδώντας μεσημβρινούς σαν μια τίγρη πληγωμένη αιμορραγεί και ουρλιάζει η καρδιά μου.

Βασιλεύει η αγάπη σε όλες τις θαυμαστές εσωτερικές καταστροφές της,
Χίλια ρουμπίνια στο βάθος του εγκεφάλου ξεκουφαίνουν
Και τα φυτά του πόθου περιβάλλουν τον αέρα με αυτές τις αιώνιες νύχτες.

Ποιητή, ποιητή σκλάβε των περιπετειών και κάποιας μαγείας,
Αντέχω σαν εσένα τη ζωή, τη μεγαλύτερη βεβήλωση.

Κύριε, το μόνο που αξίζει στη ζωή είναι το πάθος.
Ζούμε για μια στιγμή και μια άλλη μεταρσίωσης.

Ένας γκρεμός από στεναγμούς ανοίγεται στα πόδια μου· σταματώ και διστάζω.
Μετά σαν ένας υπνοβάτης διασχίζω τον κόσμο σε ισορροπία.

Κύριε, τι σε νοιάζει αυτό που λένε οι άνθρωποι. Στο βάθος της ιστορίας
Είσαι ένα δειλινό καρφωμένο σ’ ένα ξύλο από πόνο και δόξα.

Και το ρυάκι από το αίμα που ανέβλυσε από το πλευρό σου
Ακόμη, Κύριε, δεν έχει λιμνάσει.



                                                                                                  2 Απριλίου 1926



πηγή: frear 



© Assimina

1 σχόλιο:


  1. ψάχνει η μέρα τους ίσκιους
    και, σαν τους βρει,
    γονατίζει δίπλα τους

    Καλή Ανάσταση

    ΑπάντησηΔιαγραφή