Τρίτη 5 Φεβρουαρίου 2019

Νότης Γέροντας, Ποιήματα



 Αναλογίες
Πετά το φως αιτόπουλο τους ουρανούς ξεσχίζει
Και πίσω ο ήχος ακλουθά σαν κουτσοχελιδόνι
Οκνός πολύ / ναι στην τρεξιά το σύμπαν δεν ορίζει
Πετά το φως και στη στιγμή τα ουράνια ξεπατώνει

Πού να /ταν να φαινότανε μια μέρα τέτοιο θαύμα
Και στις φτερούγες τ/αετού να κάτσει χελιδόνι
Και να σημώσει η Φωνή στου ήλιου το μέγα καύμα
Να δεις τον αρχοντόηλιο σαν το κερί να λιώνει

Που να /ταν και να έσωνε του φως η περηφάνεια
Και πίσω του να γύριζε να δει και το κορίτσι
Που δεν αντέχει τ / αψηλά και απέχθεται τα ουράνια

Που δεν κοιτά τ / απόμακρο αγάλια να σιμώσει
Που δεν τολμά ν / αποφεθεί στην ίδια του τρεχάλα
Μα πεθυμά να κουρνιαστεί στη φωτερή φευγάλα

Νότης Γέροντας

------------

άτιτλο

Είπα στο Θεό δώσε μου χαρτί τουαλέτας
Και μου είπε ο Θεός δεν πουλάμε
Έχουμε μόνο περγαμηνές με προφητείες
Και τις δίνουμε σε ειδικές περιπτώσεις

Εσύ μας έκανες να χέζουμε
Τι να τις κάνουμε τις προφητείες
Με τις προφητείες δεν μπορούμε
Να σκουπίζουμε τον κώλο μας

Τότε στο συμβούλιο των αγγέλων
Ως δια μεσολαβητής
Εισηγήθηκα την εξαφάνιση του κώλου

Και η αίτησή μου έγινε δεκτή
Και στη θέση του μπήκε ένας χαρταετός
Και οι άνθρωποι χέζουν όπως τα αεροπλάνα

Ο Διάβολος που είχε πάει κρουαζιέρα
Όταν έμαθε ότι χάθηκαν οι κώλοι
Φοβήθηκε μην ξεφύγουμε από τη δικαιοδοσία του
Και πλησιάσουμε τα πνεύματα

Τότε συνεργάστηκε με διαφημιστική εταιρεία
Και έδινε δωρεάν κώλους στους φτωχούς
Με μια γενναία επιδότηση
Γιατί χωρίς κουράδες νιώθει ξοφλημένος

Μετά κατέφθασαν καράβια με κώλους
Μέσα στα αμπάρια τους
Ωραία καράβια με αλκοολικούς καπεταναίους

Όμως η σημαία τους
Ήταν μια σκατωμένη χαρτοπετσέτα

Νότης Γέροντας

------------------------

Γέμισα τις τσέπες μου ομίχλη I

Ερωτική αίσθηση
Μαύρη όπως το δέρμα της νύχτας
Που πάντα το άγγιγμα αποκομίζει δώρα
Με κάτι μάτια πάνθηρος αλκοολικά
Και χέρια απλωμένα κατάχαμα
Όπως κορμιού κατάκειτου από ηδονή
Με στόμα όστρακο
Γεμάτο από δόντια κοφτερά
Και μια οπή κατά μήκος της σκέψης
Της σύλληψης και του μαρτύριου
Για να αποκρύβεται η σαρξ
Και να μεταλλάζει σε λόγο

Ερωτική αίσθηση
Τα πάντα είναι σκεπασμένα με ομίχλη
Και γεμίζω με μανία τις τσέπες μου

Ερωτική αίσθηση
Δεν μπορώ να σε απολαύσω
Γιατί φεύγω φεύγω
Με καταδιώκει
Η αστυνομία των άστρων

Γέμισα τις τσέπες μου ομίχλη ΙΙ


Ούτε το χιόνι μου αρέσει
Ούτε η βροχή
Ούτε ο ήλιος

Μονάχα η νύχτα
Με τις ανθρώπινες επιδερμίδες
Να κραυγάζουν

Η απεραντοσύνη των αισθήσεων
Ιππεύω το μαύρο άλογο της φυγής
Και ψαύω φιλώντας το τρομερά ένα βότσαλο

Μα είμαι λοιπόν η φόδρα της σιωπής;

Νότης Γέροντας

--------------------

Πολύ λίγα λόγια*

Ένα χταπόδι έφαγε την ψυχή του Στάλιν στη Μαύρη θάλασσα
Κι ο Χίλλαρυ έφερε πιο κοντά στον ουρανό
Ανθρώπους και πτώματα και αντίσκηνα και υπνόσακους
Έπιασα την πρώτη μου πεταλούδα μισοκοιμισμένος στο Σέιχ-σου
Κι ένας Λευκός Πύργος εισχώρησε ρευστός στο Θερμαϊκό
Εκατομμύρια καναπέδες είδαν το θρόνο το βασιλικό

Μια διπλή έλικα θα κινούσε πια το καροτσάκι μου
Έβαφα με κλεμμένο κραγιόν στους τοίχους
Σκοτεινούς ήχους και το τραγούδι της ρόδας του τροχιστή
Με σαπούνιζαν στην τενεκεδένια σκάφη πάνω στο χαλί
Και τη νύχτα η έκρηξη της Νεβάδας
Έστελνε τον αντίλαλό της κροκόδειλο στην οροφή

Μετά πάνω από τα σύννεφα έφτασα στον Παρθενώνα
Ήταν άνοιξη με αυλή μια μακριά ουρά από κάμπιες
Το πρώτο μου τανκ και πεζοναύτες
Διπλά στη λίμνη σκεπασμένη με χλωρά φύλλα και πάπιες
Με σήκωναν ψηλά τα χέρια πάνω από το πλήθος
Να δω το στρατό μα έβλεπα τον ουρανό

Μπαλκόνι σε μια πλατεία απέναντι η εκκλησιά
Από το παράθυρο του Θερμαί Σύλλα
Βγήκε με νυχτικό μελαχρινή
Περπάτησε στο κίτρινο περβάζι
Και βλέπαμε κι οι δυο εκστατικά
Τον Άρμστρονγκ τον Άλντριν

Κυκλάδες η πρώτη μου αγάπη
Στεφάνωνε τα βότσαλα τις άμμους
Περήφανο καΐκι με κανόνι
Χρύσιζε ο αφρός χρύσιζε το κύμα
Οι βράχοι μοιάζανε με σκέψεις
Που ομοιοκαταληκτούσανε με γλάρους

Ουρά ο κόσμος έξω από τα παντοπωλεία
Καβάλα στις οδούς της πόλης οι επικεφαλής
Κοιμισμένα στιλέτα στις κάλτσες
Βροντόφωνα από παντού κρυμμένα ηχεία
Κάτω από δέντρα κάτω από τα μνήματα πίσω από τις πλάτες
Ιδρωμένο εργόχειρο η Ανυπομονησία

Ώσπου βρήκα το δρόμο στο Λιμάνι
Λικνιστικά στις καρένες των πλοίων
Στόμα με στόμα φιλήθηκα με τις προπέλες
Και βγήκα στον ωκεανό
Άπλωσα το βηματισμό μου στο ξένο κύμα
Κοιμήθηκα στους ουρανοξύστες στο βυθό

Είχε αρχίσει πια το ταξίδι στον υπολογιστή
Κι άνοιξα το παράθυρο που έσερνα παραμάσχαλα
Να βρω την πρώτη πεταλούδα μου στο Σέιχ-Σου
Να δω τα ίχνη της διπλής μου έλικας στην οθόνη
Μια που είχε εξακριβωθεί η ταυτότητα του Τσάρου
Που πέθανε στο Αικατερίνεμπουργκ το 1918

Νότης Γέροντας

* Αυτοβιογραφικό ποίημα.

-------------------------

Ο καρκίνος των φτερών

Πού πεθαίνουν τα πουλιά;
Κανείς δε γνωρίζει πού πεθαίνουν τα πουλιά
Μόνο κάτι μικροσκοπικά στα κλουβιά τους
Που συντηρούν κακόμοιροι ηδονολάτρες
Του ουρανού.
Και κάτι περιστέρια στους φωταγωγούς
Που τα βρίσκουν οι θυρωροί αγκαλιασμένα
Και μισοκατασπαραγμένα με πεθαμένες γάτες.
Όμως τα αληθινά πουλιά απορροφώνται
Από τα φυλλώματα των δένδρων
Και από τους πόρους των βράχων
Ή την αλισάχνη ή το φως
Πού πεθαίνουν τα πουλιά;
Ενυπάρχουν στην ατμόσφαιρα νοσηλευτικά ιδρύματα
Για να θεραπεύουν τον καρκίνο των φτερών;

Τα πουλιά έχουν ράμφη και ψυχή
Με τα ράμφη τους διατρυπούν ορισμένα σύννεφα
Και με την ψυχή τους διεισδύουν τους γεωμετρικούς ορίζοντες

Και τι ερωτική ζωή έχουν τα πουλιά;
Ο θάνατος. Ο θάνατος. Ο θάνατος.
Όμως κάπως μασκαρεμένος
Που κυκλοφορεί σαν πρόσωπο μπαλαρίνας
Στον άνεμο, σαν άλγεβρα στον άνεμο.

Τα πουλιά μάς μαθαίνουν να διοργανώνουμε
Το θάνατό μας.
Γιατί και στους βυθούς πετάνε τα πουλιά
-Και οι αετοί του Ολύμπου και οι κόνδορες των Άνδεων-
Αγγίζοντας με τις φτερούγες τους
Τους καρχαρίες·
Τα όστρακα τους ιππόκαμπους τα κοράλλια.

Νότης Γέροντας

--------------------------------------

Απόντες

Το κορμί σου είναι βροχή

Κάθε φορά που έφευγα
Κρατούσα τα άδεια χέρια μου
Και οι λεμονιές στο δρόμο
Ήταν γεμάτες καρπό

Κάθε φορά που σε αγκάλιαζα
Έμενα καρφωμένος
Στην απουσία σου

Να με κοιτάς
Όπως τα μάτια στο σκοτάδι
Που ψάχνουν να βρουν σπίρτα

Να σε κοιτώ
Όπως οι τυφλοί
Τον καθρέφτη

Να ψηλαφείς την απουσία μου

Νότης Γέροντας

-------------------------------

Όμορφο πού’ ναι το άνθος της αγαπημένης μου
Μαύρο, κατάμαυρο σαν πένθιμο τούλι
Κρατεί σφικτά το άνθος της η αγαπημένη μου
Είναι δικό της. Μονολογεί: Δικό μου είσαι· αχ

Γιατί ο ουρανός απροσπέλαστος είναι
Γιατί η γη βαθιά τις ρίζες του κρατεί
Να το κόψει ποιος μπορεί. Κανείς δεν μπορεί
Γιατί δικό της είναι. Το άνθος είναι δικό της

Ποιος καβαλάρης τ’ άνθος μου να κόψει;
Ποιος να ‘ρθει μες στη νύχτα θάνατο να σπείρει;
Σφιχτά κρατώ το άνθος. Κι η πόρτα σφαλιστή

Από παντού κλεισμένη. Κι η μοίρα μου δεμένη
Ποιος να ’ρθει μες στη νύχτα τα μάγια μου να λύσει;
Τα μάγια είναι δικά μου. Και το άνθος δικό μου.

Νότης Γέροντας

----------------------------



© Assimina

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου