έλαβα μια πρόσκληση για αφιέρωμα στον Καρούζο
χάρηκα πολύ και
τόπα
έπειτα
αναρωτήθηκα πως θα τα καταφέρω
ωστόσο, έστρωσα
κιόλα δυο
συνομιλίες,
υπέγραψα στον τίτλο
αντινομίες,
έπειτα τα είπα καθώς μάλλον του αντιμιλώ όπως τον συζητάω
είναι ο τρόπος
μου βλέπεις κι οφείλεις να τον δεχτείς μετά από όσα ξέρεις
ίσως κι εγώ
αυτόν να έχω και πρέπει να προβάλω
{γιατί: στήθη
που να βρω / χαμόγελο μεγάλο // και βλέμμα αόριστο στον ουρανό / να στείλω να
προλάβω // τα λόγια σας του θαυμασμού / και τον καρτερεμό σας // πως είμαι τι
ζητώ / κι εγώ στο όνειρό σας;// ναρθείτε καβαλάρηδες / και με το ντύσιμό σας //
να αρπαξετε το βλέμμα μου / να κάνετε δικό σας // τέλος}
νωρίς μετά, πήγε
το μυαλό μου σ' ένα ποίημα του Δαυίδ Μπάκα(1) και τα λόγια του Γιώργου
Χ Θεοχάρη όπως παρουσίαζε το νέο βιβλίο της Μπασδέκη, κάπως πως η ποιήτρια
σατιρίζει με τον δικό της ευφυή ή ιδιοφυή τρόπο την χρησιμότητα των ζητιάνων
προς την αστική τάξη (ή καθεστηκυία; αυτό δικό μου μάλλον)
και σκέφτηκα
όλες τις σκέψεις που γέννησα δυο μήνες ζώντας και διαβάζοντας και όχι, και που
δεν καταχώρησα παρά τις άφησα να δραπετεύσουν ή να πέσουν σαν ξεραμένα φύλλα,
σώματα σάπια στη χωματερή των συλλογισμών και των συνειρμών και τότε είδα
δεκάδες χέρια σπουδαίων ποιητών να σηκώνονται αντίστροφα από τους στίχους του
Δαυίδ Μπάκα, κι εν μέρει και της Μπασδέκη, να προσπαθούν να "σώσουν"
τους συνειρμούς μου με τις πένες τους τσιμπίδες του κενού τους, του δικού τους
κενού, όσων ανθρώπων από ανημπόρια, μιας χωρίς ταυτότητα αιτίας, δεν έχουν ζωή
παρά ζουν φύλλα κίτρινα πεσμένα στο χώμα διαρκώς ενός φθινοπώρου χρωστούμενου
όσων φοβήθηκαν ν' αγγίξουν
έπειτα έστρεψα
προς τον κήπο που σχεδιάζω και σκέφτηκα: είμαι η φυτεύτρια, δίκιο είχα
που το είπα έτσι σε κείνο το ποίημα στο SOLIDAGO και θα γυρνώ τον κόσμο
φυτεύοντας κι ανασταίνοντας άνθη και καρπούς, λάσπη κι άνεμο και νερά ώσπου να
δώσω τέλος σε μια σφαίρα γυάλινη περίκλειστη στο φως εκτεθειμένη ώρες με
δεκάδες φυτά που από την ανάσα τους θα γεννούν θάνατο σε όποιον εμπιστευθεί την
ομορφιά τους και κλειστεί μαζί τους και την ανάσα τους
(1) η αναφορά σε αυτό το ποίημα:
Ο ζητιάνος
Κανείς διαβάτης
δεν άφησε οβολό
στη ραγισμένη παλάμη μου
κι ας είχαν όλοι
χέρια γελαστά.
από τη συλλογή: Ο αλλοδαπός χρόνος
της σιωπής
***
* στίχος από το ποίημα: Γαλάζια σπλάχνα του ποιητή Νίκου Καρούζου
© Assimina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου