Βγήκε απ’ το μετρό στο σταθμό της Ομόνοιας και πήρε την
Αθηνάς, του ήταν πιο οικεία, ψάρευε γυναίκες παλιότερα για ένα ξαλάφρωμα.
Περπατούσε χωρίς να βιάζεται, μάλλον αφηρημένα γιατί αρκετές φορές ζήτησε
συγγνώμη από βιαστικούς που έπεσε πάνω τους. Δεν έβλεπε γύρω του. Απλά
προχωρούσε. Με το κεφάλι του λίγο σκυμμένο έβλεπε τα πόδια του να επαναλαμβάνουν
με τον ίδιο μονότονο ρυθμό μιαν ομοιόμορφη κίνηση, σαν να έβλεπε τις μέρες του
να διαδέχονται η μία την άλλη, πάντα με τον ίδιο ρυθμό πάντα στον ίδιο χρόνο,
πάντα ίδιες. Πλησίαζε στο Μοναστηράκι, όταν σήκωσε πρώτη φορά τα μάτια του κι
αντίκρισε την φωτισμένη Ακρόπολη να χάσκει ξεδοντιασμένη. "Σα
σκιάχτρο" σκέφτηκε. Στο μυαλό του ήρθε κείνο το σκιάχτρο που
έστηνε ο πατέρας του στ’ αμπέλι, εξακόσια χιλιόμετρα μακριά από δω, χιλιάδες
ώρες μακριά απ΄ το τώρα. Το σκιάχτρο, ένας σταυρός φτιαγμένος από δυο παλούκια,
σκεπασμένος από μια παρταλιασμένη πουκαμίσα και λίγα άχερα στην κορυφή για
κεφάλι. "Διώχνει τα πουλιά" του απάντησε. "Τούτη εδώ τι διώχνει;" αναρωτήθηκε.
Το φόβο της λήθης; Της ασημαντότητας; Του μάταιου; Δεν ήξερε. Ίσως τίποτα απ’
όλα αυτά που φόρτωναν το μυαλό του. Την ξέχασε μόλις έστριψε στο στενό που του
είχαν πει. Μπήκε σ’ ένα άθλιο μπαρ. Μπόχα και κάπνα και γυναίκες στα πόδια των
θαμώνων. Πλησίασε στο πάγκο και ζήτησε το Σεργκέι. Τον οδήγησαν σ΄ ένα μικρό
γραφείο στο πίσω μέρος. "Χίλια" του είπε με χοντρή προφορά. Τα μέτρησε πήρε το
38αρι και βγήκε. Ανέβηκε ίσια πάνω στο Σύνταγμα, πήρε καπνό, απ’ το μετρό
κατέβηκε στον Άγιο Δημήτριο και το αμάξι του το πάρκαρε λίγα μέτρα απ’ το σπίτι
του, κάπου ψηλά στην Ηλιούπολη.
Νικηφόρος Ουρανός έγραφε στην πόρτα που ξεκλείδωσε. Δεν τον έλεγαν Ουρανό φυσικά, Νικηφόρο όμως τον έλεγαν. Το κουβαλούσε σα βάρος αυτό το όνομα. Όσο κι αν έψαχνε δεν εύρισκε ούτε μια νίκη που να δικαιολογεί το όνομά του. Για να το χλευάσει είχε θυμηθεί τον Ουρανό. Τον είχε εντυπωσιάσει όταν μαθητής διάβασε πρώτη φορά το όνομα του βυζαντινού στρατηγού ή αυτοκράτορα, δεν θυμόταν πια ακριβώς και δεν είχε σημασία. Αρκετές φορές σχεδόν χαμογελούσε με τη σκέψη του. "Αν ήμουν ουρανός θα είχα την Άρκτο μου, τη μικρή και τη μεγάλη, την Αφροδίτη μου, Αυγερινός το πρωί το βράδυ Αποσπερίτης, και τη Σελάνα μου, να γεμίζει κάθε μήνα και να με κάνει αστραφτερό και διάφανο σαν αλάβαστρο, να αδειάζει και να γεμίζω με κείνα τα αναρίθμητα φωτάκια που αρέσει τόσο στα παιδιά να τα βλέπουν και να μαγεύονται, αλλ΄ όχι να τα δείχνουν, γιατί γιομίζουν τα δάχτυλά τους μυρμηγκιές." "Θα είχα την άρκτο μου" σκέφτηκε και πάλι καθώς ακούμπησε το 38άρι στο γραφείο, "και δεν θα χόρευα για πενταροδεκάρες ομορφιάς όπως του γύφτου η αρκούδα κείνα τα χρόνια στη πλατεία του χωριού για λίγα ψίχουλα, δεν θα ήμουν ένα από τούτα τα εκατομμύρια μυρμήγκια, που απεγνωσμένα παλεύουν για ένα σπυρί, ένα ψίχουλο, μια τρύπα να χωθούν, μία ψυχή να τη πηδούν και να της λεν πως την αγαπούν και πως τους αγαπάει κι αυτή". Πάτησε το play στο στέρεο και την ώρα που η φωνή του Μάλαμα τραγουδούσε "στου δειλινού την άκρη δεν βλέπεις όνειρα, βλέπεις αυτά που γίναν και τα επόμενα, βλέπεις τον άνθρωπο γυμνό να τα πατάν στα στήθια τα πόδια του τα ίδια" έβαλε ένα μπέρμπον και βγήκε στο μπαλκόνι.
Στο βάθος φαινόταν το λιμάνι, δεν τ’ αγαπούσε τα λιμάνια, θυμόταν όλα αυτά τα να βρεις ένα λιμάνι ν’ αράξεις, μια μεγάλη αγκαλιά σα λιμάνι κι άλλα τέτοια, όχι δεν τ’ αγαπούσε πια. Όμως το λιμάνι έφερε στο μυαλό του μια βάρκα, όχι μια συγκεκριμένη βάρκα, δεν είχε στο μυαλό του αναμνήσεις από βάρκες, εκτός ίσως από κείνη του στίχου «τώρα στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει», μια βάρκα που θα τον έπαιρνε και θα ταξίδευε αιώνια ανάμεσα ουρανό και θάλασσα χωρίς να χρειαστεί να πονέσει. Το τσιγάρο που κάηκε στο χέρι του τον γύρισε πίσω. "Δε γίνεται, δε γίνεται." Μια βάρκα γυρίζει πάντα στο λιμάνι, κι αυτός δεν ήθελε λιμάνια. "Θα φύγω" είπε φωναχτά, "θα φύγω".
Νικηφόρος Ουρανός έγραφε στην πόρτα που ξεκλείδωσε. Δεν τον έλεγαν Ουρανό φυσικά, Νικηφόρο όμως τον έλεγαν. Το κουβαλούσε σα βάρος αυτό το όνομα. Όσο κι αν έψαχνε δεν εύρισκε ούτε μια νίκη που να δικαιολογεί το όνομά του. Για να το χλευάσει είχε θυμηθεί τον Ουρανό. Τον είχε εντυπωσιάσει όταν μαθητής διάβασε πρώτη φορά το όνομα του βυζαντινού στρατηγού ή αυτοκράτορα, δεν θυμόταν πια ακριβώς και δεν είχε σημασία. Αρκετές φορές σχεδόν χαμογελούσε με τη σκέψη του. "Αν ήμουν ουρανός θα είχα την Άρκτο μου, τη μικρή και τη μεγάλη, την Αφροδίτη μου, Αυγερινός το πρωί το βράδυ Αποσπερίτης, και τη Σελάνα μου, να γεμίζει κάθε μήνα και να με κάνει αστραφτερό και διάφανο σαν αλάβαστρο, να αδειάζει και να γεμίζω με κείνα τα αναρίθμητα φωτάκια που αρέσει τόσο στα παιδιά να τα βλέπουν και να μαγεύονται, αλλ΄ όχι να τα δείχνουν, γιατί γιομίζουν τα δάχτυλά τους μυρμηγκιές." "Θα είχα την άρκτο μου" σκέφτηκε και πάλι καθώς ακούμπησε το 38άρι στο γραφείο, "και δεν θα χόρευα για πενταροδεκάρες ομορφιάς όπως του γύφτου η αρκούδα κείνα τα χρόνια στη πλατεία του χωριού για λίγα ψίχουλα, δεν θα ήμουν ένα από τούτα τα εκατομμύρια μυρμήγκια, που απεγνωσμένα παλεύουν για ένα σπυρί, ένα ψίχουλο, μια τρύπα να χωθούν, μία ψυχή να τη πηδούν και να της λεν πως την αγαπούν και πως τους αγαπάει κι αυτή". Πάτησε το play στο στέρεο και την ώρα που η φωνή του Μάλαμα τραγουδούσε "στου δειλινού την άκρη δεν βλέπεις όνειρα, βλέπεις αυτά που γίναν και τα επόμενα, βλέπεις τον άνθρωπο γυμνό να τα πατάν στα στήθια τα πόδια του τα ίδια" έβαλε ένα μπέρμπον και βγήκε στο μπαλκόνι.
Στο βάθος φαινόταν το λιμάνι, δεν τ’ αγαπούσε τα λιμάνια, θυμόταν όλα αυτά τα να βρεις ένα λιμάνι ν’ αράξεις, μια μεγάλη αγκαλιά σα λιμάνι κι άλλα τέτοια, όχι δεν τ’ αγαπούσε πια. Όμως το λιμάνι έφερε στο μυαλό του μια βάρκα, όχι μια συγκεκριμένη βάρκα, δεν είχε στο μυαλό του αναμνήσεις από βάρκες, εκτός ίσως από κείνη του στίχου «τώρα στη βάρκα όπου κι αν μπεις άδεια θα φτάσει», μια βάρκα που θα τον έπαιρνε και θα ταξίδευε αιώνια ανάμεσα ουρανό και θάλασσα χωρίς να χρειαστεί να πονέσει. Το τσιγάρο που κάηκε στο χέρι του τον γύρισε πίσω. "Δε γίνεται, δε γίνεται." Μια βάρκα γυρίζει πάντα στο λιμάνι, κι αυτός δεν ήθελε λιμάνια. "Θα φύγω" είπε φωναχτά, "θα φύγω".
Κάπνισε ένα τσιγάρο ακόμη, ήπιε το μπερμπον με μιας και γύρισε στο γραφείο
του. Άνοιξε τον υπολογιστή, έγραψε κάτι και όπλισε το 38άρι.
"Ρε σεις τα μάθατε! Ο Νικηφόρος τίναξε τα μυαλά του, σας τα λεγα ρε μαλάκες ότι ο τύπος είχε λαλήσει, σας το λεγα, όλο θα φύγω και θα φύγω ήταν, όχι ανοησίες μου λέγατε, τον πήραν από κάτω τα πενήντα του χρόνια μου λέγατε και μαλακίες. Και ξέρετε ρε, τον βρήκαν πεσμένο στο γραφείο του με το κεφάλι του, τέλος πάντων ότι είχε απομείνει απ’ αυτό, πεσμένο δίπλα στο πληκτρολόγιο, κι όταν καθάρισαν τα μυαλά του απ’ την οθόνη, έγραφε:
"Ρε σεις τα μάθατε! Ο Νικηφόρος τίναξε τα μυαλά του, σας τα λεγα ρε μαλάκες ότι ο τύπος είχε λαλήσει, σας το λεγα, όλο θα φύγω και θα φύγω ήταν, όχι ανοησίες μου λέγατε, τον πήραν από κάτω τα πενήντα του χρόνια μου λέγατε και μαλακίες. Και ξέρετε ρε, τον βρήκαν πεσμένο στο γραφείο του με το κεφάλι του, τέλος πάντων ότι είχε απομείνει απ’ αυτό, πεσμένο δίπλα στο πληκτρολόγιο, κι όταν καθάρισαν τα μυαλά του απ’ την οθόνη, έγραφε:
«Εγώ φεύγω, εσείς τώρα ….άντε γαμηθείτε»"
© Assimina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου