Δευτέρα 21 Νοεμβρίου 2016

Μάσενκα (αποσπάσματα), Βασίλης Λαλιώτης


ποίημα, πέντε

Μάσενκα, ένδεκα


Υπάρχει μια μητέρα που κοιμάται όλων των βροχών
και που ξυπνάει μέσα μας κάθε βροχή. Σε περιέχει.
Φιλιά βρεγμένα ύστερα από τρέξιμο σε στέγαστρα
κάτω από θόρυβο χόρτων λες από νερό κι αέρας
που φυσάει μιαν άγνωστη μορφή προς τη μορφή σου
μια επιθυμία χωρίς όνομα που έψαχνε τ’ όνομά σου.
Μάσενκα, όνομα από βροχή, από βλέμματα σε τζάμι
βρεγμένα ρούχα αφημένα από σώμα ένα γυμνό
που έχει στο στόμα γεύση από λευκό βαμβάκι
και που ξοδεύει νύχτα δίψας για πανάρχαιες αγκαλιές
να μεγαλώσει ένα παιδί να ’ρθει να σ’ αγαπήσει.

-----------

Μάσενκα, είκοσι έξη

Άργησες, Μάσενκα, βγάλε τα ρούχα σου,
μυρίζουν κάρβουνο και πόλη εξεγερμένη.
Διεκδικώ το βλέμμα όλων εκείνων που σε είδαν
σήμερα, τα χέρια που άγγιξες, τα μάγουλα
που φίλησες, διεκδικώ τα λόγια που είπες
και σαν σκυλί τους κυνηγάω τον αέρα.
Η απουσία σου είναι γκρεμός που περνάνε
όλα τα τρένα τους σταθμούς του κόσμου
ως να ’ρθεις. Βγάλε τα ρούχα σου και γίνε
όπως σε ξέρουν τα λόγια μου από χώμα
και κρυφά περάσματα νερού στα χόρτα.
Θέλω ένα σ’ αγαπώ για να ξανανεβώ
στην επιφάνεια του κόσμου, θέλω τα μάτια σου
ανοιχτά και να ’μαι μέσα σου εκεί
όπου ό,τι λέμε επικυρώνει άμεσα το νόημά του.
Θέλω να πάρω αυτό το κάρβουνο στο χάδι μου
για να φανεί πως είσαι από χωράφι θερισμένο
στο κέντρο των εξεγερμένων πόλεων.


Βασίλης Λαλιώτης (από το συνολικό έργο με θέμα: Μάσενκα)



[υγ. μια ρωσίδα φίλη μου είχε κάποτε πει πως στη γλώσσα της, Μάσενκα σημαίνει Μαρία]


© Assimina

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου