έχεις δικαίωμα να αγγίξεις τον μύθο;
βράδυ της προηγούμενης Παρασκευής, μας χώριζε ένα από τα τραπεζάκια του Γκρι Καφέ εκεί στην πλατεία...
έχεις δικαίωμα να αγγίξεις τον μύθο; αναρωτήθηκα
τον παρατηρούσα να συνυπάρχει με μια παρέα νεότερων
βροντώδεις και σαφώς ζωηρότεροι
εν τω μεταξύ, τρεις άλλοι μεγαλόσωμοι άντρες έπιασαν την δεξιά ακρη της εισοδου στο Καφέ ο ένας κι οι υπόλοιποι δυο, δύο καθίσματα στην εξωτερική σειρά τραπεζιών στην πλατεία στραμμένοι προς αυτήν
φύλακες της πόλης, σκέφτηκα
στα γύρω τραπεζάκια ο ρυθμός στη ροή της κουβέντας πρόδιδε τον χρόνο στη σχέση των ζευγαριών αλλά και τους τρόπους του καθένα
δυο ώρες αργότερα, στην πρώτη στροφή αριστερά, η Ελλάδα των καρτ ποσταλ με παρατηρούσε να την κοιτώ εμβρόντητη
χθες, ακουγοντας το παρακάτω τραγούδι του Πουλικάκου, αυτός ειναι ο φυλακας της πολης! διορθωσα την σκέψη μου...
κι ακομη: προδρομος της ραπ, διακινδύνευσα την σύγκριση...
Μωρό μου .
"Μωρό μου, ξέρεις πόσα θέλω να σου πω; Ξέρεις πόσα γλυκά τίποτα θέλω να σου ψιθυρίσω τρυφερά στ’ αυτί; Σε είδα προχθές ξαφνικά πάλι μπροστά μου, εκεί, στη γωνία Πραξιτέλους και Χαβρίου. Έτρεξα, μα δε σε πρόλαβα γλυκιά μου, χάθηκες στο πλήθος.
Είχα βλέπεις και στις 5.30 το ραντεβού με τον Τάκη. Αυτός με τις φωτοτυπίες. Πήγαμε μαζί για ψώνια, Χαριλάου Τρικούπη, πιο πάνω απ’ την Ακαδημίας. Πήρα ένα ζευγάρι παπουτσάκια δίχρωμα, να τα δεις, σαν κι αυτά που φορούσε ο Φρέντ Αστέρ όταν χόρευε με την Σίντ Τσάρις. Αυτά τα παλιά αμερικάνικα με τα σχεδιάκια και τις τρυπίτσες, που φόραγε κι ο παππούς λίγες μέρες πριν πεθάνει. Και τα πήρε μετά ο θείος Νώντας. Τα θυμάσαι, ποια σου λέω;
Μωρό μου, δεν βρίσκω λόγια να σου δώσω να καταλάβεις τι σημαίνει για μένα να χτυπούν οι καρδούλες μας μαζί, κοντά στην ακροθαλασσιά. Καθόμαστε στην πετσετούλα, κι έρχονται απαλά τα κυματάκια. Κι όταν σε φιλώ στα λαιμουδάκια, η πρωινή αύρα μου στέλνει αλμυράδα στα χείλη.
Δε σου τέλειωσα για κείνη την ημέρα με τον Τάκη, όμως, ε; Μετά τα παπούτσια πήγαμε προς Αιόλου. Στην αρχή ήθελα ν’ αγοράσω ένα καπέλο απ’ το «Πιλ Πούλ», δίπλα στην Εμπορική Τράπεζα, αλλά είχε αλλάξει διεύθυνση, λόγω κατεδαφίσεως, κι έτσι καταλήξαμε στην «Εμπορική Ένωση», που βρήκα ένα πολύ έξτρα ύφασμα για κουστουμάκι. Γκρι, σκούρο, με λεπτή, κοκκινωπή ρίγα. Σκέφτομαι να το ράψω... μμμ... μάλλον σταυρωτό, με γιλεκάκι.
Μωρό μου, όταν αγγίζουν οι άκρες των δαχτύλων μας, η ραχοκοκαλιά μου γίνεται μέλι. Όταν μυρίζω απαλά ανάμεσα στα δυο σου στήθη, αισθάνομαι σαν μικρός θεός, αρχαίος, που παίζει τους πλανήτες στα χεράκια του. Όταν ιδρώνει το πάνω χείλι σου, ξέρω τι περιμένεις. Μωρό μου, ξέρεις τώρα πόσα θέλω να σου πω, αλλά απ’ το τηλέφωνο;
Αχ, είδες, θα το ξεχνούσα. Μετά λοιπόν το κουστουμάκι και τα παπούτσια, σκέφτηκα, «πρέπει να συμπληρωθεί το σύνολο». Ψώνισα λοιπόν κι έναν χαρτοφύλακα, μαύρο, αταζέ, αλά Τζέιμς Μπόντ. Πού να με δεις τώρα, και μάλιστα στο λέω τελευταίο, για έκπληξη, στην καινούρια μου δουλειά. Βρήκα θέση στην Τράπεζα, εξωτερική δουλειά προς το παρόν, αλλά φαίνεται πως είναι ευχαριστημένοι από μένα κι απ’ ότι βλέπω γρήγορα θα μου δώσουν αύξηση. Και δικό μου γραφείο, με σφραγίδες."
― Δημήτρης Πουλικάκος, 1976
"Μωρό μου, ξέρεις πόσα θέλω να σου πω; Ξέρεις πόσα γλυκά τίποτα θέλω να σου ψιθυρίσω τρυφερά στ’ αυτί; Σε είδα προχθές ξαφνικά πάλι μπροστά μου, εκεί, στη γωνία Πραξιτέλους και Χαβρίου. Έτρεξα, μα δε σε πρόλαβα γλυκιά μου, χάθηκες στο πλήθος.
Είχα βλέπεις και στις 5.30 το ραντεβού με τον Τάκη. Αυτός με τις φωτοτυπίες. Πήγαμε μαζί για ψώνια, Χαριλάου Τρικούπη, πιο πάνω απ’ την Ακαδημίας. Πήρα ένα ζευγάρι παπουτσάκια δίχρωμα, να τα δεις, σαν κι αυτά που φορούσε ο Φρέντ Αστέρ όταν χόρευε με την Σίντ Τσάρις. Αυτά τα παλιά αμερικάνικα με τα σχεδιάκια και τις τρυπίτσες, που φόραγε κι ο παππούς λίγες μέρες πριν πεθάνει. Και τα πήρε μετά ο θείος Νώντας. Τα θυμάσαι, ποια σου λέω;
Μωρό μου, δεν βρίσκω λόγια να σου δώσω να καταλάβεις τι σημαίνει για μένα να χτυπούν οι καρδούλες μας μαζί, κοντά στην ακροθαλασσιά. Καθόμαστε στην πετσετούλα, κι έρχονται απαλά τα κυματάκια. Κι όταν σε φιλώ στα λαιμουδάκια, η πρωινή αύρα μου στέλνει αλμυράδα στα χείλη.
Δε σου τέλειωσα για κείνη την ημέρα με τον Τάκη, όμως, ε; Μετά τα παπούτσια πήγαμε προς Αιόλου. Στην αρχή ήθελα ν’ αγοράσω ένα καπέλο απ’ το «Πιλ Πούλ», δίπλα στην Εμπορική Τράπεζα, αλλά είχε αλλάξει διεύθυνση, λόγω κατεδαφίσεως, κι έτσι καταλήξαμε στην «Εμπορική Ένωση», που βρήκα ένα πολύ έξτρα ύφασμα για κουστουμάκι. Γκρι, σκούρο, με λεπτή, κοκκινωπή ρίγα. Σκέφτομαι να το ράψω... μμμ... μάλλον σταυρωτό, με γιλεκάκι.
Μωρό μου, όταν αγγίζουν οι άκρες των δαχτύλων μας, η ραχοκοκαλιά μου γίνεται μέλι. Όταν μυρίζω απαλά ανάμεσα στα δυο σου στήθη, αισθάνομαι σαν μικρός θεός, αρχαίος, που παίζει τους πλανήτες στα χεράκια του. Όταν ιδρώνει το πάνω χείλι σου, ξέρω τι περιμένεις. Μωρό μου, ξέρεις τώρα πόσα θέλω να σου πω, αλλά απ’ το τηλέφωνο;
Αχ, είδες, θα το ξεχνούσα. Μετά λοιπόν το κουστουμάκι και τα παπούτσια, σκέφτηκα, «πρέπει να συμπληρωθεί το σύνολο». Ψώνισα λοιπόν κι έναν χαρτοφύλακα, μαύρο, αταζέ, αλά Τζέιμς Μπόντ. Πού να με δεις τώρα, και μάλιστα στο λέω τελευταίο, για έκπληξη, στην καινούρια μου δουλειά. Βρήκα θέση στην Τράπεζα, εξωτερική δουλειά προς το παρόν, αλλά φαίνεται πως είναι ευχαριστημένοι από μένα κι απ’ ότι βλέπω γρήγορα θα μου δώσουν αύξηση. Και δικό μου γραφείο, με σφραγίδες."
― Δημήτρης Πουλικάκος, 1976
© Assimina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου