ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΝ
.
Τα ποιήματά του φληναφήματα ολκής,
μπούρδες θεόρατες η μια πάνω στην άλλη,
κακοχτισμένα σπίτια, πόλεις θλιβερές.
Τους κριτικούς για να θαμπώσει, σώνει και καλά,
τις κοπελίτσες να σοκάρει ως ν’ ανατριχιάσουν.
Κ’ εκείνη να τον αγαπά, να τον ποθεί, να λιώνει.
Δικούς της άμα διάβαζες λίγους μονάχα στίχους,
ψηλά στα ουράνια θα ’βλεπες κύκνους να φτερουγίζουν·
ζούδια μυριάδες θ’ άκουγες, κορυδαλλούς, τζιτζίκια
κι ανάλογα την αίσθηση −το άρωμα των λέξεων−
λιβάδια θα αντίκριζες καταμεσής στην πόλη.
Σ’ εκείνον, ο περιπτεράς, ρέστα, τσιγάρα, τσίχλες,
του πέταγε σαν να ’νιωθε, αίφνης, κλειστοφοβία
και τρέμανε, στη θέα του, των γκαρσονιών τα χέρια.
Την ίδια ώρα, οι σκύλοι εμπρός της υποκλίνονταν
κι οι γάτες γουργουρίζανε δίπλα της μαγεμένες,
στα πόδια λες και τρίβονταν λάγνα της Νεφερτίτης.
.
.
από τον χώρο του φ/β του ποιητή
© Assimina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου