Σάββατο 15 Αυγούστου 2020

Λουκάς Λιάκος - ΔΕΚΑΠΕΝΤΑΥΓΟΥΣΤΟΣ





Κάπου υπάρχει μια άγνωστή μας πλατεία, έλεγε ο Ρίλκε.
Πλατεία Βάθης. Μια ζέστη που βγαίνει τρεκλίζοντας από τον απόπατο.

Ρίλκε Ρίλκε Ρίλκε έλεγε ο Βασίλης. Εγώ άκουγα.

Υπάρχει μια Μαρία που της χρωστάω πολλά. Έχει την γοητεία και το θράσος μιας όχεντρας. Είναι στις προτεινόμενες φίλες.

Ένα απ' τα παγκάκια στο διπλανό πάρκο είναι τυλιγμένο με νάιλον δεμένο πρόχειρα. Όλο αυτό το κάλυμμα μου απαγορεύει να κάτσω, φαίνεται όμως πως τραβάει τα σκυλιά που το 'χουν για ουρητήριο.

Χρησιμότητα όπως τα μαθηματικά και η γεωμετρία. Υπαγορεύσεις κι επιταγές φτερουγίζουν παντού στον αέρα σαν τα επαναλαμβανόμενα όνειρα.

Γαβ. Γουβ.

Ο Καρυωτάκης και ο Ελύτης καταμεσής της θάλασσας. Ο ένας κοιτά τον ήλιο κι ο άλλος τον βυθό. Βάζετε εδώ και διαλέγετε ελεύθερα τι αντιστοιχεί και σε ποιον.

Η ιδρωμένη οδηγός που παρκάρει ανακουφισμένη στη σκιά βάζει αποσμητικό τζελ κάτω από τις μασχάλες της πριν βγει από το αυτοκίνητο. Με κοιτάζει που τη βλέπω σαν να έχω τεντώσει το δάχτυλό μου προς το μέρος της. Αυτό είναι ένα όρθιο πάρε δώσε μες στον ιδρώτα. Όλα τελειώνουν όταν σηκώσεις το παντελόνι σου. Εγώ, φεύγω.

Εκατό μέτρα από το σπίτι μου το φεύγω πέφτει σαν αυλαία.

Τραβάς το καζανάκι της τουαλέτας. Όλα φεύγουν, τελειώνουν εκεί. Η περιστροφική κίνηση του νερού.

Φεύγουμε πάλι. Μπες μπροστά! Αυτό στο λένε όλοι χωρίς να μιλάνε. Καταπολεμούν έτσι τη ματαιότητα που γράφουν οι χειρονομίες τους. Τέτοιες φράσεις τρυπώνουν στα κείμενα σαν ελατήρια. Νομίζεις πως ξεγλιστράς προς τα ουράνια ή κάτι παρόμοιο μέχρι να ακούσεις το κορνάρισμα πίσω σου που σου υπενθυμίζει πως είσαι σταματημένος κι έχεις αργήσει. Και συνεχίζεις να αργείς.

Οι χορεύτριες συνεχίζουν να λικνίζονται σαν ζωηρές κηλίδες νερού ακόμα και μετά την παράσταση στη Λυρική, κατευθυνόμενες προς τη στάση του μετρό, του τραμ, των λεωφορείων. Αιωρούνται όπως η λέξη κλειδί κι η έννοια χρονολογία. Οι ίδιες, σαν όλα τα σπουδαία πράγματα, είναι ήδη στην αφάνεια. Μένουν οι νότες να περιφέρονται σαν μια ρυπαρή μουσικότητα από γεράματα.

Φωτογραφία από το Κουκάκι. Όπου Κουκάκι ο Ηλίας Λάγιος, ο Ζαν Ζενέ και η Παναγιά των λουλουδιών.

Αυτό που πουλάνε οι ζητιάνοι είναι το βλέμμα κι όχι η όποια αναπηρία έχουν. Τα μάτια για τα λεφτά. Οι άνθρωποι σιχαίνονται τις συγκινήσεις. Όλο και κάτι θα δώσουν προκειμένου να τις αποφύγουν.

Έχει μάτια μόνο για εσένα. Όμως πόσα μάτια διαθέτει ο αγαπημένος σου;

Δεν κατάλαβα ποτέ αυτό το κόλπο με τις αποστάσεις. Ο άντρας να προχωράει μπροστά και η γυναίκα να ακολουθεί ενάμιση μέτρο πίσω. Ο συνοδός μου πάντοτε προηγείται λέει. Από πότε κρατάει η μάχη για να κερδηθεί αυτό το πολύτιμο ενάμιση μέτρο πίσω από την πλάτη σου;

Ο Θεός είναι από θλίψη.

Η ποίηση στην Ελλάδα είναι, δόξα τω Θεό, ακόμα καρυωτακική. Τουτέστιν θαλασσοπνίγεται ...

Μη θνήσκειν.

Ένα πέλαγο από μνήματα. Το πρώτο νεκροταφείο.

Ο Γιαννούλης Χαλεπάς τεντώνει κάθε βράδυ το στρώμα μου για να χωρέσει την ωραία κοιμωμένη του. Εις τους αιώνας των αιώνων.

Από τη μικρή μου βεράντα βλέπω ξαπλωμένη στη κρεβατοκάμαρά της την γυναίκα του γιατρού απέναντι. Ο γιατρός λείπει.

Η δημοσιότητα των χιλίων ανθρώπων λείπει επίσης, διακοπές.

Είμαστε ασήκωτοι.

Ποίηση είναι να γράφεις βοήθεια σε παραλία σε ερημονήσι αλλά σεβόμενος την επιθυμία του τόπου για ερημία καλή ώρα, και μη συμμεριζόμενος το επιτακτικό του τόνου, να την απεύχεσαι.

Το φεγγάρι του Αυγούστου όπως και η καταχθόνια φιλία έχουν την ίδια σκληράδα. Καλοκαίρι είναι αυτό που μπορούν να διαβάσουν οι τυφλοί στην αφή του υφάσματος ενός κοντού παντελονιού.

Ο Μαρσέλ Προυστ πήγε τις διακοπές του φέτος με αντίσκηνο, άκουσε τα ταμ-ταμ των ελληνικών νησιών ψήνοντας σπαλομπριζόλες.

Ευτυχώς που υπάρχεις εσύ για να κρύβεις πως υπάρχω εγώ.

Ο νεωκόρος βγαίνοντας από την πίσω πόρτα του ιερού κλωτσάει διακριτικά ένα περιστέρι που είχε κουρνιάσει στο κεφαλόσκαλο. Η ατομικότητα διατυμπανίζεται, η καρδιά μου σφίγγεται. Θεέ και Κύριε!

Έμαθα τη λέξη κεκρύφαλον. Κάθεσαι μ’ ανοιχτά πόδια πάνω στην Αγία μου Τράπεζα. Μια ξεδιάντροπη ως μάρτυς στεφθείσα.

Ο Μπωντλαίρ θα ’παιρνε με τις πέτρες όσους γράφουν παλιακή ποίηση.

Ο Μπωντλαίρ σήμερα αγαπητοί, σήμερα.

Στη στεριά δεν ζει το ψάρι. Ούτε και το κορμί σου που το ρημάξανε στο ξύλο τ' άνθη του καλού που μάζευες από μικρός.

Δεν σε θυμούνται ζωντανή, θα σε θυμούνται πεθαμένη;

Μαρία.

Η θηλυκή κατασκευή του Θεού.


================

από τον χώρο του στο φβ


© Assimina

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου