Τρίτη 21 Ιουλίου 2020

αυταπάρνηση(*)


μια ξεχασμένη ιδιότητα

*******


[λόγ. αυτ(ο)- + απαρνη- (απαρνούμαι) -σις > -ση μτφρδ. αγγλ. self-denial, self-abnegation]

αυταπάρνηση η [aftapárnisi] Ο33 : το να ενεργεί κάποιος χωρίς να υπολογίζει τον εαυτό του, θυσιάζοντας τις προσωπικές του φιλοδοξίες και τα συμφέροντά του, για κπ. υψηλό σκοπό ή για το καλό άλλων· αλτρουισμός, αυτοθυσία: Yπηρέτησε με παραδειγματική ~ την υπόθεση της ειρήνης. || τίμια εκτέλεση του καθήκοντος· ανιδιοτέλεια.

πύλη για την ελληνική γλώσσα

==========

μετάφραση και ορισμό "αυταπάρνηση", λεξικό Ελληνικά-Ελληνικά σε απευθείας σύνδεση
αυταπάρνηση
Παράδειγμα με ποινές "αυταπάρνηση", μεταφραστική μνήμη
jw2019
(Ματθαίος 20:28) Ο ιεραπόστολος, λοιπόν, θα πρέπει να προετοιμαστεί διανοητικά για να δεχτεί μια ζωή αυταπάρνησης.
EurLex-2
Αναγνωρίζει τον ηρωισμό που επέδειξαν οι υπηρεσίες έκτακτης ανάγκης της Νέας Υόρκης και της Ουάσιγκτον, και ιδίως οι πυροσβέστες, πολλοί από τους οποίους έδωσαν τη ζωή τους για να σώσουν άλλους, και επιδοκιμάζει την αυταπάρνηση και το θάρρος των επιβατών που εξουδετέρωσαν τους αεροπειρατές του τέταρτου αεροπλάνου θυσιάζοντας τις ζωές τους για να σώσουν αμέτρητες άλλες·
jw2019
Επίσης, να θυμάσαι ότι οι γονείς σου είναι εκείνοι που χρηματοδότησαν την όποια σχολική εκπαίδευση έχεις λάβει, συχνά με μεγάλη αυταπάρνηση από μέρους τους.
opensubtitles2
Είναι θέμα αυταπάρνησης
opensubtitles2
Οι αναφορές απ' το μέτωπο λένε ότι εκτέλεσε το καθήκον του... με μεγάλη γενναιότητα ' και αυταπαρνηση... ακόμη κι αφού πληροφορήθηκε την τραγική απώλεια...' ' ' που υπεστη η οικογενεια σας ' ' ' ' ' εναντιον της τυραννιας '
OpenSubtitles2018.v3
Είναι θέμα αυταπάρνησης.

GLOSBE

=============

αυταπάρνηση
Namespaces

Page actions

Ὁ δ' ἀνεξέταστος βίος οὐ βιωτὸς ἀνθρώπῳ -> The unexamined life is not worth living
Plato, Apology of Socrates 38a
Greek Monolingual

η
1. το να απαρνιέται κανείς τον εαυτό του προς χάριν άλλων, η αυτοθυσία
2. η πιστή εκτέλεση του καθήκοντος
3. η προσφορά του εαυτού μας στην επικράτηση του δικαίου, του αγαθού και γενικότερα του ηθικού νόμου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αυτ(ο)- + απάρνηση (-ις)
Ο τ. αυταπάρνησις μαρτυρείται από το 1844 στην ανώνυμη μετάφραση του σχετικού με τη θρησκεία βιβλίου του Butler].

    Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο

Ancient Greek English Dictionary

==============



ανιδιοτέλεια


(*)
από αυτά  που έψαχνα το 2018



© Assimina

1 σχόλιο:

  1. Καλημέρα Ασημίνα,

    Μια άλλη λέξη αγαπημένη (μου) που χάθηκε από τις ζωές και την ιδιοσυγκρασία μας: ευδοκία

    Να είσαι Καλά,
    Καλό ΠΣΚ :)

    ΑπάντησηΔιαγραφή