Κυριακή 20 Οκτωβρίου 2019

Βασίλης Λαλιώτης, Εις το όνομα του Πατρός


 Επειδή ήταν ό,τι ήταν, ήταν. Θα είχε όνομα μα το όνομα θα του αφαιρούσε. Γιατί αν δεν έχει όνομα έχει χίλια ονόματα στο χρόνο. Με το μαντίλι το καρώ στο κεφάλι ο κόμπος δεμένος πίσω μεταφυσικός ινδιάνος κι ένα πρόσωπο. Πρόσωπο πρoσωπένιο, πλαγιά οργωμένη, ρουφηγμένα ζυγωματικά, μύτη σιμή, και γένια που λεύκαιναν κι από κει και κάτω ρούχα τραγέλαφος. Έφερε γύρο με τη μακριά καζάκα τη δεμένη στη μέση με σκοινί το παντελόνι κάτω το ένα μπατζάκι πιο ψηλό από το άλλο ξεκάλτσωτος και παπούτσια ανθεκτικά. Κι έλεγε έλεγε κατά το σκόλοπας που είχε στη σάρκα, έλεγε έλεγε πήγαινε κι έλεγε. Διάβαζε ένα δικό του μυθιστόρημα φωναχτά ο κυνικός ο κλοσάρ ο από Αποστόλου Παύλου που έφαγε ειδωλόθυτα. Θα είχε μια μάνα κι αυτός. Και έλεγε έλεγε κι όχι μόνος του. Απαντούσε στις φωνές που μέσα του θα πρέπει να έλεγαν κι αυτές. Ήταν ένα λέγειν απλησίαστο.

Επειδή το σώμα του ερχόταν απέξω από βιτρίνες και καθρέφτες πεζοδρομίων και βλέμματα εκείνος είχε μόνο χέρια πόδια ασυνάρτητα και τα κοιτούσε όπως κοιτούν τα ασυνάρτητα τα κοιτούσε και τα περισυνέλεγε σε ένα πόνο και ύπαρχε. Μια βρώμικη καζάκα που στο κάτω μέρος είχε σπάγκους και δενόταν κάτι σαν στρατιωτική. Ζητιάνος αλλά δε ζήταγε έλεγε κι έλεγε και απαντούσε σε κάτι που δεν ήταν κάτι αλλά τίποτα για μας. Και τον έφερνα στη φαντασία την κόψη του την αρχαία και σαν από χριστιανισμό και σαν Απόστολος Παύλος, σκηνοποιός που έμεινε ανεπάγγελτος κι έλεγε κάτι για συγκρούσεις τιτάνων και όγκους μέσα του που χτυπούσαν ο ένας το άλλον κι έκαναν σπίθες λεκτικές κι έλεγε προς τα πού έλεγε δεν ξέραμε αλλά έλεγε κι έβλεπαν κι άλλοι έβλεπαν αυτό το αλλού που ανήκε στα σπαραγμένα μέλη του κι ήταν ένα απόρριμμα λέξεων έκαιγε λέξεις και προχωρούσε χαλκός και κύμβαλον αλαλάζον.

Και όλα περνούσαν από το βλέμμα που πάνω του έπηζε τα σπίτια και το δρόμο και τους φοίνικες κι ένα μικρό χορταράκι που δεν είχε όνομα κι αυτό και η πόλη εξακτινωνόταν ως το τετραγράμματο του Χάϊντεγγερ και ήταν πόλη επειδή ήταν αυτός στο κέντρο του στροβίλου της κι έβλεπες όχι μόνο ζωντανούς αλλά και πεθαμένους που έρχονταν κι έπαιρναν τη θέση τους στη θέση των ζωντανών κι ήταν η Γη και οι Θεοί οι ζώντες και οι τεθνεώτες και γινόταν το πράγμα κατοικία κατοικία και τόπος και όλο σαν εύθραυστο και όλες οι γραμμές οι νοητές περνούσαν από το σώμα του γιατί το σώμα του έκανε τον τόπο, τόπο φιλοξενίας  και ήταν σαν Κόρινθος και Κυριακή. Κι αυτός κάτω από το βλέμμα γλωσσολαλούσε κι αηδονολάλιε και παραληρούσε και παραπληρούσε  κι έλεγε που θα πας κόσμε θα σε μιλήσω θα σπάσω τις λέξεις σε άλλες λέξεις μιαν ολόκληρη αγρύπνια του φίννεγκαν θα γεμίσω λέξεις θα σε μιλήσω ως το αδιάβαστο κι όταν μου λένε κάνε το σταυρό σου θα λέω και του υιού και του αγίου πνεύματος γιατί το άλλο δεν το ξέρω εις το όνομα του ονόματος και του όνου σκιάς και θα πέφτουν οι λέξεις πάνω στα πράγματα και δεν θα είναι πράγμα δίχως τη λέξη του  μάνα, μήνα, μένα, μόνα ναι. Και του έβαλα στίξη και τον άφησα κι εγύρισε και μαζί του ο κόσμος σαν γη γύρω από τον αξονά του και τον άφησα λέγοντας εις το όνομα του πατρός αμήν. Μην.



 ***

πηγή: staxtes2003 


© Assimina

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου