Όταν πάρκαραν το τροχόσπιτό τους στην κοίτη του ποταμού, καλοκαίρι ήταν, το νερό ίσα που σάπιζε στη γλώσσα, ο γιατρός είπε «περίεργο, πόσα χρόνια έχει να έρθει άνθρωπος εδώ κάτω;», ο κοινοτάρχης είπε «μάλλον χάθηκαν. Θα φύγουν», εγώ είπα «ας τους αφήσουμε στην ησυχία τους, δεν μας ζήτησαν τίποτα», όμως, εγώ είμαι δάσκαλος και δεν μου δίνουν μεγάλη σημασία.
Δεν έφυγαν. Πέρασε το καλοκαίρι κι αυτοί ήταν εκεί. Ακόμη κι όταν το ποτάμι άρχισε πάλι να γκαστρώνεται και να φουσκώνει, δεν φόρτωσαν τα πράγματά τους να φύγουν. Δεν τους άκουγες, δεν προκάλεσαν ποτέ κανένα πρόβλημα. Αυτό ήταν το πρόβλημα.
Εκείνος, ο σύζυγος, ήταν μεσόκοπος. Η κορμοστασιά του πρόδιδε την ερπύστρια που είχε περάσει από πάνω του. Λες και είχε κλειστεί σε ένα δωμάτιο που βασίλευε το μισόφωτο. Μισός να φαίνεται, μισός να χάνεται. Δεν γελούσε, αλλά και δεν βαρυγκωμούσε. Όταν την είχε κοντά του, μόνο εκείνες τις στιγμές, τον έβλεπες να αλλάζει, κάπως να ξυπνάει μέσα του μια δειλή ικανοποίηση. Έπαυε να είναι σκάρτος.
Εκείνη, η σύζυγος, ήταν νέα, πολύ πιο νέα απ’ αυτόν. Η ομορφιά της ήταν ένας σπασμός, ένα σάστισμα. Όριζε έναν νέο τόπο. Εμείς στο χωριό τέτοιες γυναίκες δεν είχαμε δεν τις ξέραμε αυτές τις γυναίκες, μόνο τις είχαμε φανταστεί όταν βλέπαμε τηλεόραση. Ο παπάς είπε «αυτή θα σας κολάσει», ο γραμματέας του συμβουλίου είπε «είναι μια ανάφτρα αυτή» κι εγώ είπα «δεν τους βλέπετε πως είναι ευτυχισμένοι; Δεν μας έχουν ανάγκη». Πάλι δεν με άκουσαν. Ακόμη και όταν τους λέω πως έχουν κάνει τα παιδιά τους στουρνάρια όπως είναι οι ίδιοι δεν με ακούνε. «Ο δάσκαλος και οι παλαβομάρες του». Έτσι λένε πίσω από την πλάτη μου, αλλά το χωριό είναι μικρό και όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Τίποτα δεν μένει κρυφό.
Είχαν και ένα παιδί, ήταν δεν ήταν πέντε, άρα δεν είχα λόγο να τους πω να το φέρουν στο σχολείο. Αλλά και πώς να το έλεγα; Μήπως και ήξερα αν θα έμεναν στο χωριό και πόσο; Ήταν οι μόνοι που έθαβαν πράγματα μέσα τους. Κατέβαιναν στην αγορά μια φορά την εβδομάδα, ο ένας κρατούσε το χέρι του άλλου, μια τριγωνική αλυσίδα που δεν μπορούσες να τη σπάσεις, αγόραζαν ό,τι χρειάζονταν, πλήρωναν κανονικά, έλεγαν «ευχαριστώ» και γυρνούσαν στο τροχόσπιτό τους. Τι άνθρωποι, θεέ μου.
Ούτε μια φορά δεν τους ακούσαμε να μαλώνουν. Πιάτα να πέφτουν, φωνές να σπάνε τη σιωπή, χέρια να δένουν κόμπους σε άλλα χέρια. Τίποτα από όλα αυτά που θα έφτιαχναν μια κανονικότητα που την ξέραμε, μας ήταν γνωστή.
Στο καφενείο το συζητούσαν με εμμονή. «Δεν τους ακούμε, τι κάνουν, γιατί δεν μιλάνε, το παιδί τους πολύ ήσυχο δεν είναι;» Τέτοια πράγματα κι ακόμη χειρότερα: «Σιγά μην μπορεί να βατέψει τέτοιο καϊνάρι αυτός ο μπαμπαλής, να δεις που το παιδί δεν είναι δικό του, κι αυτή τί του βρήκε, έλα Παναγία μου, τέτοια γυναίκα και να τρέχει μ’ αυτόν τον αρκούδο σε ξένα μέρη μέσα σε ένα σπίτι με ρόδες;». Αυτοί οι τρεις άνθρωποι ήταν ένα καρφί στον τοίχο που δεν έβγαινε με τανάλια.
Ο πρώτος που πήγε και τους βρήκε, τον έβαλαν οι άλλοι με το ζόρι, σιγά μην το έκανε μόνος του, ήταν ο αστυνόμος. Να ζητήσει το λόγο, να μάθει τι σκοπεύουν να κάνουν, πόσο θα μείνουν, από πού ήρθαν. Δεν τον διαφώτισαν οι απαντήσεις τους. Του έδειξαν όσα χαρτιά τους ζήτησε, τίποτα το παράνομο δεν έκαναν, κανένας δεν τους καταδίωκε και ούτε ήταν κατά συρροή δολοφόνοι για να τους συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. «Ο άντρας πρέπει να είναι μορφωμένος. Μου μιλούσε δικηγορίστικα. Ούτε που κατάλαβα πώς με τύλιξε». Κι εκείνη; Όλοι γι’ αυτήν θέλαμε να μάθουμε. «Φορούσε ένα φόρεμα λεπτό σαν χαρτί, ραντάκια που έχασκαν, το σήκωνε ο αέρας δεν ξέρω δεν θυμάμαι να μίλησε, μόνο γελούσε». Στόματα στραβοκατάπιαν, οι ανάσες κοφτές, τον ακούγαμε μαγεμένοι. «Γελούσε;», «Ναι, γελούσε. Και κάποια στιγμή που έκατσε απέναντί μου, σαν να φάνηκε λίγο το μπούτι της, μια ιδέα δεν ξέρω, μπορεί να το φαντάστηκα, μου φάνηκε πως γελούσε κι αυτό, κι ύστερα κοιτούσα τον αστράγαλό της που έλαμπε». Ένας καφές έπεσε, χίλια κομμάτια το φλιτζάνι, το ρολόι πάνω από την τηλεόραση χτυπούσε δαιμονισμένα, το ραδιόφωνο έστελνε κύματα στο πουθενά, ο αστυνόμος έπαιζε νευρικά με το καπέλο του, ο παπάς είπε «θα σας κολάσει, το βλέπω». «Γελούσε; Ποιος μπορεί και γελάει σ’ αυτόν τον ξερότοπο;»
Τα άλλα έγιναν γρήγορα, γιατί τα ανέλαβαν οι γυναίκες μας. Όχι η δική μου, δεν έχω. Είμαι δάσκαλος και καμία γυναίκα δεν γυρίζει να με κοιτάξει. Τι έχω να τους προσφέρω; Μόνο βιβλία κι αυτά κιτρινισμένα από τον καιρό. Οι άλλες, όμως, πήραν πάνω τους την κατάσταση. Οι άντρες είχαν αρχίσει να τρελαίνονται, να σκέφτονται διάφορα, να μισούν τον άντρα, να ονειρεύονται τη γυναίκα, να θέλουν να κάνουν κακό στο παιδί. Τέτοια ευτυχία είναι εμπόδιο, φτιάχνει σύνορο που πρέπει να καταλυθεί.
Η φωτιά μπήκε ανήμερα του Αγίου Δημητρίου. Κάτι μύριζε από πρωί, κάτι λιπαρό που έλιωνε στον ήλιο. Η κάπνα μάς πήρε τα ρουθούνια. Στην αρχή σκεφτήκαμε πως ήταν κάποιος συγχωριανός που έκαιγε τα ξερά του. Παραήταν μαύρος ο καπνός, όμως. Ύστερα μάθαμε τα πάντα. Το τροχόσπιτο είχε παραδοθεί. Του έβαλαν φωτιά εκείνες οι τρελές. Ο αστυνόμος ξεκίνησε έρευνα, αλλά δεν έβγαλε άκρη. Τον έβαλαν κάτω οι γέροι. «Εσύ είσαι δικό μας παιδί δεν γίνεται να παλέψεις με το αίμα σου για τους ξένους». Έσκυψε το κεφάλι, σκέφτηκε τον αστράγαλο της γυναίκας, το κατάπιε.
Όμως ούτε τότε έφυγαν. Η γυναίκα άρχισε να ουρλιάζει, να τον χτυπάει με τις παλάμες της στο στήθος του, εκείνος έκλαιγε, φώναζε, την έδωσε ένα σκαμπίλι, το παιδί έγρουζε, το τροχόσπιτο έφτυνε φλόγες, το ποτάμι άφριζε, οι γυναίκες έστεκαν παράμερα και κοιτούσαν. «Πού είναι τώρα το γέλιο σου, κυρά μου; Και το φουστάνι σου τι έγινε;» Εκείνη συνέχισε να τον χτυπάει, στο τέλος ξέμεινε από δυνάμεις, έκατσε σε μια πέτρα και έκανε το σώμα της τραμπάλα. Εκείνος πήρε το παιδί στην αγκαλιά του και σαν να ήθελε να το πνίξει από τα νεύρα του.
Τότε ήταν που πήρα πρωτοβουλία. Δεν με ένοιαζε τι θα έλεγαν πίσω από την πλάτη μου. Πρώτη φορά θα ήταν; Το ίδιο βράδυ πήγα να τους δω. Ήταν παρατημένοι, ηττημένοι, ολότελα δικοί μας. Τους είπα πως δεν είχαν λόγο να φύγουν τώρα πια. Κανένας δεν θα τους ενοχλούσε πλέον. Τα πρόσωπά τους ήταν κέρινα, δίχως αίμα. «Τώρα είστε δικοί μας, ένα από εμάς», τους επανέλαβα. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν. «Ξέρω τι λέω, πιστέψτε με, αυτούς τους ανθρώπους εκεί έξω τους γνωρίζω πολύ καλά». Δεν το χωρούσε το μυαλό τους. Τόση βία, τόση έχθρα και τώρα αυτό, να μείνουν;
Πέντε χρόνια τώρα ζουν στο πατρικό του κοινοτάρχη. Τέτοια τιμή. Απ’ όταν πέθανε ο πατέρας του ερείπιο είχε γίνει το σπίτι. Τώρα έχει λίγη ζωή. Λίγη.
Καμιά φορά, σπάνια, όταν έρχονται ξένοι στα μέρη μας, άλλος με σκηνή, άλλος με τροχόσπιτο, άλλος για βόλτα, η γυναίκα βγαίνει από το σπίτι, τα ρούχα της είναι τσίτα, τα κρέατα κρεμιούνται πάνω της, δίπλα πάνω στη δίπλα, τους γνέφει με τα χέρια να φύγουν. Τα χέρια της είναι σαν πουλιά που έφαγαν σφαίρα στο ψαχνό. Χοντρά χέρια με τρίχες μαύρες.
Δεν έφυγαν. Πέρασε το καλοκαίρι κι αυτοί ήταν εκεί. Ακόμη κι όταν το ποτάμι άρχισε πάλι να γκαστρώνεται και να φουσκώνει, δεν φόρτωσαν τα πράγματά τους να φύγουν. Δεν τους άκουγες, δεν προκάλεσαν ποτέ κανένα πρόβλημα. Αυτό ήταν το πρόβλημα.
Εκείνος, ο σύζυγος, ήταν μεσόκοπος. Η κορμοστασιά του πρόδιδε την ερπύστρια που είχε περάσει από πάνω του. Λες και είχε κλειστεί σε ένα δωμάτιο που βασίλευε το μισόφωτο. Μισός να φαίνεται, μισός να χάνεται. Δεν γελούσε, αλλά και δεν βαρυγκωμούσε. Όταν την είχε κοντά του, μόνο εκείνες τις στιγμές, τον έβλεπες να αλλάζει, κάπως να ξυπνάει μέσα του μια δειλή ικανοποίηση. Έπαυε να είναι σκάρτος.
Εκείνη, η σύζυγος, ήταν νέα, πολύ πιο νέα απ’ αυτόν. Η ομορφιά της ήταν ένας σπασμός, ένα σάστισμα. Όριζε έναν νέο τόπο. Εμείς στο χωριό τέτοιες γυναίκες δεν είχαμε δεν τις ξέραμε αυτές τις γυναίκες, μόνο τις είχαμε φανταστεί όταν βλέπαμε τηλεόραση. Ο παπάς είπε «αυτή θα σας κολάσει», ο γραμματέας του συμβουλίου είπε «είναι μια ανάφτρα αυτή» κι εγώ είπα «δεν τους βλέπετε πως είναι ευτυχισμένοι; Δεν μας έχουν ανάγκη». Πάλι δεν με άκουσαν. Ακόμη και όταν τους λέω πως έχουν κάνει τα παιδιά τους στουρνάρια όπως είναι οι ίδιοι δεν με ακούνε. «Ο δάσκαλος και οι παλαβομάρες του». Έτσι λένε πίσω από την πλάτη μου, αλλά το χωριό είναι μικρό και όλοι γνωριζόμαστε μεταξύ μας. Τίποτα δεν μένει κρυφό.
Είχαν και ένα παιδί, ήταν δεν ήταν πέντε, άρα δεν είχα λόγο να τους πω να το φέρουν στο σχολείο. Αλλά και πώς να το έλεγα; Μήπως και ήξερα αν θα έμεναν στο χωριό και πόσο; Ήταν οι μόνοι που έθαβαν πράγματα μέσα τους. Κατέβαιναν στην αγορά μια φορά την εβδομάδα, ο ένας κρατούσε το χέρι του άλλου, μια τριγωνική αλυσίδα που δεν μπορούσες να τη σπάσεις, αγόραζαν ό,τι χρειάζονταν, πλήρωναν κανονικά, έλεγαν «ευχαριστώ» και γυρνούσαν στο τροχόσπιτό τους. Τι άνθρωποι, θεέ μου.
Ούτε μια φορά δεν τους ακούσαμε να μαλώνουν. Πιάτα να πέφτουν, φωνές να σπάνε τη σιωπή, χέρια να δένουν κόμπους σε άλλα χέρια. Τίποτα από όλα αυτά που θα έφτιαχναν μια κανονικότητα που την ξέραμε, μας ήταν γνωστή.
Στο καφενείο το συζητούσαν με εμμονή. «Δεν τους ακούμε, τι κάνουν, γιατί δεν μιλάνε, το παιδί τους πολύ ήσυχο δεν είναι;» Τέτοια πράγματα κι ακόμη χειρότερα: «Σιγά μην μπορεί να βατέψει τέτοιο καϊνάρι αυτός ο μπαμπαλής, να δεις που το παιδί δεν είναι δικό του, κι αυτή τί του βρήκε, έλα Παναγία μου, τέτοια γυναίκα και να τρέχει μ’ αυτόν τον αρκούδο σε ξένα μέρη μέσα σε ένα σπίτι με ρόδες;». Αυτοί οι τρεις άνθρωποι ήταν ένα καρφί στον τοίχο που δεν έβγαινε με τανάλια.
Ο πρώτος που πήγε και τους βρήκε, τον έβαλαν οι άλλοι με το ζόρι, σιγά μην το έκανε μόνος του, ήταν ο αστυνόμος. Να ζητήσει το λόγο, να μάθει τι σκοπεύουν να κάνουν, πόσο θα μείνουν, από πού ήρθαν. Δεν τον διαφώτισαν οι απαντήσεις τους. Του έδειξαν όσα χαρτιά τους ζήτησε, τίποτα το παράνομο δεν έκαναν, κανένας δεν τους καταδίωκε και ούτε ήταν κατά συρροή δολοφόνοι για να τους συμπεριφέρονται κατ’ αυτόν τον τρόπο. «Ο άντρας πρέπει να είναι μορφωμένος. Μου μιλούσε δικηγορίστικα. Ούτε που κατάλαβα πώς με τύλιξε». Κι εκείνη; Όλοι γι’ αυτήν θέλαμε να μάθουμε. «Φορούσε ένα φόρεμα λεπτό σαν χαρτί, ραντάκια που έχασκαν, το σήκωνε ο αέρας δεν ξέρω δεν θυμάμαι να μίλησε, μόνο γελούσε». Στόματα στραβοκατάπιαν, οι ανάσες κοφτές, τον ακούγαμε μαγεμένοι. «Γελούσε;», «Ναι, γελούσε. Και κάποια στιγμή που έκατσε απέναντί μου, σαν να φάνηκε λίγο το μπούτι της, μια ιδέα δεν ξέρω, μπορεί να το φαντάστηκα, μου φάνηκε πως γελούσε κι αυτό, κι ύστερα κοιτούσα τον αστράγαλό της που έλαμπε». Ένας καφές έπεσε, χίλια κομμάτια το φλιτζάνι, το ρολόι πάνω από την τηλεόραση χτυπούσε δαιμονισμένα, το ραδιόφωνο έστελνε κύματα στο πουθενά, ο αστυνόμος έπαιζε νευρικά με το καπέλο του, ο παπάς είπε «θα σας κολάσει, το βλέπω». «Γελούσε; Ποιος μπορεί και γελάει σ’ αυτόν τον ξερότοπο;»
Τα άλλα έγιναν γρήγορα, γιατί τα ανέλαβαν οι γυναίκες μας. Όχι η δική μου, δεν έχω. Είμαι δάσκαλος και καμία γυναίκα δεν γυρίζει να με κοιτάξει. Τι έχω να τους προσφέρω; Μόνο βιβλία κι αυτά κιτρινισμένα από τον καιρό. Οι άλλες, όμως, πήραν πάνω τους την κατάσταση. Οι άντρες είχαν αρχίσει να τρελαίνονται, να σκέφτονται διάφορα, να μισούν τον άντρα, να ονειρεύονται τη γυναίκα, να θέλουν να κάνουν κακό στο παιδί. Τέτοια ευτυχία είναι εμπόδιο, φτιάχνει σύνορο που πρέπει να καταλυθεί.
Η φωτιά μπήκε ανήμερα του Αγίου Δημητρίου. Κάτι μύριζε από πρωί, κάτι λιπαρό που έλιωνε στον ήλιο. Η κάπνα μάς πήρε τα ρουθούνια. Στην αρχή σκεφτήκαμε πως ήταν κάποιος συγχωριανός που έκαιγε τα ξερά του. Παραήταν μαύρος ο καπνός, όμως. Ύστερα μάθαμε τα πάντα. Το τροχόσπιτο είχε παραδοθεί. Του έβαλαν φωτιά εκείνες οι τρελές. Ο αστυνόμος ξεκίνησε έρευνα, αλλά δεν έβγαλε άκρη. Τον έβαλαν κάτω οι γέροι. «Εσύ είσαι δικό μας παιδί δεν γίνεται να παλέψεις με το αίμα σου για τους ξένους». Έσκυψε το κεφάλι, σκέφτηκε τον αστράγαλο της γυναίκας, το κατάπιε.
Όμως ούτε τότε έφυγαν. Η γυναίκα άρχισε να ουρλιάζει, να τον χτυπάει με τις παλάμες της στο στήθος του, εκείνος έκλαιγε, φώναζε, την έδωσε ένα σκαμπίλι, το παιδί έγρουζε, το τροχόσπιτο έφτυνε φλόγες, το ποτάμι άφριζε, οι γυναίκες έστεκαν παράμερα και κοιτούσαν. «Πού είναι τώρα το γέλιο σου, κυρά μου; Και το φουστάνι σου τι έγινε;» Εκείνη συνέχισε να τον χτυπάει, στο τέλος ξέμεινε από δυνάμεις, έκατσε σε μια πέτρα και έκανε το σώμα της τραμπάλα. Εκείνος πήρε το παιδί στην αγκαλιά του και σαν να ήθελε να το πνίξει από τα νεύρα του.
Τότε ήταν που πήρα πρωτοβουλία. Δεν με ένοιαζε τι θα έλεγαν πίσω από την πλάτη μου. Πρώτη φορά θα ήταν; Το ίδιο βράδυ πήγα να τους δω. Ήταν παρατημένοι, ηττημένοι, ολότελα δικοί μας. Τους είπα πως δεν είχαν λόγο να φύγουν τώρα πια. Κανένας δεν θα τους ενοχλούσε πλέον. Τα πρόσωπά τους ήταν κέρινα, δίχως αίμα. «Τώρα είστε δικοί μας, ένα από εμάς», τους επανέλαβα. Δεν μπορούσαν να καταλάβουν. «Ξέρω τι λέω, πιστέψτε με, αυτούς τους ανθρώπους εκεί έξω τους γνωρίζω πολύ καλά». Δεν το χωρούσε το μυαλό τους. Τόση βία, τόση έχθρα και τώρα αυτό, να μείνουν;
Πέντε χρόνια τώρα ζουν στο πατρικό του κοινοτάρχη. Τέτοια τιμή. Απ’ όταν πέθανε ο πατέρας του ερείπιο είχε γίνει το σπίτι. Τώρα έχει λίγη ζωή. Λίγη.
Καμιά φορά, σπάνια, όταν έρχονται ξένοι στα μέρη μας, άλλος με σκηνή, άλλος με τροχόσπιτο, άλλος για βόλτα, η γυναίκα βγαίνει από το σπίτι, τα ρούχα της είναι τσίτα, τα κρέατα κρεμιούνται πάνω της, δίπλα πάνω στη δίπλα, τους γνέφει με τα χέρια να φύγουν. Τα χέρια της είναι σαν πουλιά που έφαγαν σφαίρα στο ψαχνό. Χοντρά χέρια με τρίχες μαύρες.
*******
το διάβασα στο ηλεκτρονικό περιοδικό εξιτήριον
© Assimina
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου