Τρίτη 12 Φεβρουαρίου 2019

PIERRE MICHON, Ρεμπώ ο γιος


 [a kind of present]


Δεν πιστεύω στο τετριμμένο επιχείρημα σύμφωνα με το οποίο ο Ρεμπώ, έχοντας επίγνωση του δαιμονίου του όπως λέμε κάτω από τους μεταξωτούς μας κούκους, θα περιφρόνησε τον Βερλαίν, την ποίηση του Βερλαίν, και θα του είχε καταλογίσει ότι έλειπε το δαιμόνιο: καθότι ο Βερλαίν είχε το δαιμόνιο· και ο Ρεμπώ, όσο πέρα για πέρα λεηλατημένος και ανίατος και αν υπήρξε, ήταν μοντέρνος λιγότερο τυραννικά απ’ ό,τι εμείς. Αλλά πιστεύω, το είπα, ότι οι συναφείς χορδές τους για να παραβλέπονται αναμεταξύ τους φθείρονταν· η μικρή τους κόρδα και των δυο, η ορφική χορδή, εκείνη του ποιητικού πεπρωμένου, ανισόπαλη, ασύμμετρη, που ο Μπωντλαίρ τους είχε μάθει να παίζουν, στον έναν όπως και στον άλλο, και που καθηλώνεται τόσο εύκολα· στην οποία επέμεναν μέχρι τέλους· στην οποία πρέπει να παίζεις μόνος, να βεβαιώνεσαι μόνος, και δεν μπορείς να το κάνεις αυτό για πολύ αν τριζολογά δίπλα σου και κάποια άλλη χορδή: για τον απλούστατο λόγο ότι δεν είναι δυνατόν, στο ίδιο δωμάτιο στο Κάμντεν Τάουν να είναι δύο ταυτόχρονα προσωπικά ο στίχος. Δεν μοιράζεται αυτό ανάμεσα σε ζωντανούς, πρέπει η μία από τις δυο χορδές να σπάσει.
Ώστε ο Ρεμπώ επέμενε περισσότερο.
Ο Ρεμπώ έπαιζε πιο μεθοδικά. Ήθελε περισσότερο από ό,τι ο Βερλαίν να είναι η ποίηση προσωπικά, δηλαδή αποκλείοντας κάθε άλλον: γιατί μονάχα στη συνθήκη αυτή μπορούσε να ελπίζει ότι θα ημέρωνε τη γριά στο εσωτερικό πηγάδι, θα της επέτρεπε να αναπαυθεί λιγάκι, τα μαύρα δάχτυλα παραιτημένα επί τέλους, το χέρι ανοιχτό χωρίς να συναλλάζεται καθόλου, και θωπευτικό όπως είναι πάντα η σάρκα που κοιμάται. Η γριά από μέσα για να παρηγορηθεί, να αποκοιμηθεί, είχε ανάγκη ο γιος να ήταν ο καλύτερος, τουτέστι ο μόνος, και να μην είχε δάσκαλο κανέναν. 

[συνεχίζει] 


Γι’ αυτό είμαι βέβαιος: ο Ρεμπώ αρνιόταν κι αποστρεφόταν τον κάθε δάσκαλο, και όχι τόσο γιατί ο ίδιος ήθελε ή πίστευε πώς είναι δάσκαλος, αλλά γιατί γι’ αυτόν ο δάσκαλός του, δηλαδή της Καραμπός, ο Λοχαγός, αλαργινός όπως ο τσάρος και όπως ο Θεός όχι αρκετά καταληπτός, όπως αυτοί πιο υπεροπτικός για να ’ναι αποκλεισμένος πίσω από κρεμλίνα, πίσω από σύννεφα, ο δάσκαλος του ανέκαθεν ήταν μορφή φάντασμα αναδομένη ανέκφραστα στις σάλπιγγες φαντάσματα των μακρινών φρουρίων, τέλεια μορφή, απρόσβλητη, αναμάρτητη και σιωπηλή, αξιωματική, που το Βασίλειό της δεν ήταν του κόσμου τούτου· και βλέποντας στον κόσμο τούτον τη φανέρωση, καν φανέρωση, παρά την υποψία, το ίχνος, τη σκιά, τον υπολοχαγό, την έκπτωτη ενσάρκωση που έχυνε στα γένια του την μπύρα, και έγραφε ωραίους στίχους, αυτό έδιωχνε μακριά του τον Ρεμπώ, τον αποξένωνε – και σίγουρα φρένιαζε από θυμό και λύσσαγε απ’ το κακό του χωρίς να ξέρει το γιατί, όπως ο φαρισαίος για τον οποίο ο διάφανος Θεός των επτασφράγιστων Λίθινων Πλακών πεντακάθαρα φανερώνει τη βλασφημία του ψειριάρη από τη Ναζαρέτ. 

[συνεχίζει]
 

εκδ. ΙΝΔΙΚΤΟΣ, 2013
μτφρ.: Ανθή Λεούση


© Assimina

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου