Σάββατο 8 Αυγούστου 2015

ΤΟ ΕΝΔΟΞΟ ΠΕΝΘΟΣ, Βασίλης Λαλιώτης



ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ, ΑΝΟΙΞΗ

Το καφενείο παραλιακό
μάτια καφές και ζάρια
τα τζάμια δακρυσμένα πίσω η θάλασσα
που μπαίνει φωτισμένο το ποστάλι

Να που επιτέλους
έχεις μια καταδική σου μοναξιά
να δοκιμάζεται στο προηγούμενο βήμα και διαβάτη

Έξω βροχή και λησμονιά

(σελ 29)


[***]


Και μη μου καταρρεύσεις
το είπα και δεν το άκουσα
γιατί δε βρήκα μέτρο
στο κρυωμένο μέταλλο στα βλέφαρα των άλλων
μα ένα χαρτί να γράφω του καημού τα βράδια μου

Δεν είναι για την τέχνη μου όλα αυτά έλεγα τότε
κι ούτε στο αυτί ένα σίγμα-πι να σε στηρίξει

Και τώρα εδώ
λέξεις προσεχτικά πιασμένες απ’ τα περιγράμματα
που αχρηστεύουν τη βιβλιοθήκη μου ολάκερη.

(σελ 54)


[***]


Ο ΘΑΝΑΤΟΣ μου άφησε μια περιέργεια αν είναι όντως
ύπνος με την κόπωση του έρωτα – τον είδα κάποτε με μάτια
κοριτσιού ήταν δεν ήταν σίγουρος δεν είμαι αφού επέζησα.
Κάτασπρη ποίηση σχεδόν· μπορείς να εικάζεις σαν τους δια-
βασμένους για μια γαλήνη που τη μυρικάζουνε τα πρόβατα
των τάφων ή κι ένα μάθημα για να το κλείσουν άλλοι πως εί-
ναι επείγων ο καιρός για τη συγχώρεση. Ένας ακόμη μύθος
κάπως μελαγχολικός για να γλιστράει το περίεργο αυτί απ’
το γραφτό προς τη βιογραφία…

Ποτέ δε θα ’σαι ο ίδιος ύστερα απ’ αυτό.

(σελ 68)


[***]


3.

Μ’ όλο που θέλω να καώ κουράστηκα
και νοιώθω αυτό που λεν: ψυχρός
σαν την ξυριστική λεπίδα

Κι όχι που δεν πιστεύω πως της μιας βραδιάς ο έρωτας
ανοίγει κάποτε και σπάταλα το ασήμαντο της μέρας
μα είναι που θέλω τα σκυλιά που θα γεννώ στα μάτια της
να με κοιτούν κατάματα πριν σπαραχτούμε

Νιώθω ν’ αντέχω ακόμα τέτοιες πολυτέλειες.

(σελ 51)


[***]


5.

Η δεύτερη φύση των χειλιών μου η πικρή
αψευδής μάρτυρας για το σπασμένο πρόσωπό μου
πάνω στους τοίχους των ματιών που πάνε
μιαν εκφορά το πετρωμένο βρέφος
που δόθηκε ν’ ανατραφεί του έρωτα

Στον κόσμο αυτό πρέπει να ζήσουμε
και να κληρονομήσουμε τα όνειρά μας.

[***]




Β΄ ΠΑΡΑΒΑΣΗ 

ΩΡΑΙΑ να χάνεις μπρός στο βλέμμα των άλλων
και κατά κάποιο τρόπο και να νιώθεις ιερός
που δε σ’ αγγίζει  πια το αφήγημα του κόσμου.
Για να σε δείχνουν στα παιδιά να τρώνε το φαί τους
της θαλπωρής σκληρό παξιμαδάκι
ένα παιχνίδι για τους τρείς, άντε τους τέσσερις,
του σήριαλ προδιαγραφές και ματωμένα δόντια.
Έτσι έζησα τα τελευταία χρόνια της σιωπής
τις τελευταίες συστροφές των ρόλων
έτσι απόκαμα στο κύλισμα της πέτρας.
Τώρα κάθομαι εδώ με τη σοφία της εξάντλησης
προβλέψεις κάνοντας για την πλοκή των άλλων
πολύ αργά για βολικά μοιράσματα της ντάμας
πολύ νωρίς για λιγοστό στη φούχτα δροσερό νερό.
Κάθομαι εδώ όχι γερόντιο σε μήνα ξηρασίας
μα θα έλεγα για το αίσθημα απελεύθερος
χωρίς επιθυμία πια του ίχνους
μες στη φθορά κορμιών αγαπημένων
όπου η αυγή του κόσμου δεν διαβάζεται.
Τη λίγη δράση που άφησε το σώμα μου
ζητώντας νόημα στο αδιαπέραστο του άλλου
να καταθέτω θαρρετά για να κριθώ.
Ναι, θα ξαναγαπήσουμε, είναι σίγουρο
λιγάκι πιο γυμνοί κάθε φορά από λόγια
χωρίς τα μάτια μας εστίες πανικού
μ’ ένα βαθύ εκπληρωμένο δάκρυ.
Μόνο που σκέφτομαι και πώς να ρίξεις ποίημα
σ’ αυτό το δαγκωμένο από τη θεωρία σκηνικό
στατιστικές του διαβασμένου που σε πνίγουν
και πώς να ρίξεις ποίημα μεσ’ στα βαρβιτουρικά
με ιλουστρασιόν χαρτί και μηνιαία κυκλοφορία
για τη μικρή σκλάβα που λένε γραμματέα διευθύνσεως
και που στριμώχνει το άλογο του ιππότη της
μες στο συνωστισμό του πρωινού λεωφορείου.
Το τελευταίο τραγούδι: Outside is America.
Θα σε διαλέξουν ίσως αύριο
για ένα παιχνίδι ζοφερό με μειονότητες
να προαχθείς στη διεθνή ειδησεογραφία.
Και στο ανέκαθεν το πικρό του κόσμου
μένει ένα ναι από άνοιξη κι από παιδιά
κι η πόλη πια είναι του γραμμένου το άπαιχτο.
Μιας επανάστασης απόνερα ένας ψίθυρος
και μια ελάχιστη ζέστα κορμιών για να σου πω
το παραμύθι που βυθίζει μες στον ύπνο το ένα του φτερό.

Λοιπόν, ήτανε μια φορά κι έναν καιρό…
Μάιος ’89


[***]


2.


Αυτό που με πετάει κιόλας έξω από το ποίημα
(ξανά το στοιχημάτισα θαρρώ)
είναι απολίθωμα μορφής του μέλλοντος
όταν θα ψάχνω σκίρτημα στο στέρνο μου
να συλλαβίζει την ανάσα στ’ όνομά σου
Πώς με νικάει
καθώς μετράω χείλια η συγκατάβαση.


4.

Το μέταλλο της λησμονιάς
που κράτησες μια νύχτα μπρος στα μάτια
όταν του φτιάχνεις πρόσωπο
για ν’ αντιμετωπίζεις πρόσωπα της μέρας
πως δε σου δόθηκε προνόμιο το ξέρεις

Μονάχα μια στροφή πριν πιάσεις θάλασσα
να πάρει ρόχθο μι σκληρή απόφαση
και να στερεωθεί το εικόνισμά της
φτιάχνεις μιαν αυτοψία σκηνικό
να σπαρταράει φτερό ο αποκεφαλισμένος άγγελος.

7.

Από παιδί στο ποίημα με τιμώρησαν
να φέρνω του πραγματικού φαρμάκι ως τη γλώσσα
με μια σκιά απ’ το λεξιλόγιο του κάτω κόσμου
Και τέντωνα του αγγέλου λαιμό τα μεσημέρια
ξιπόλητος μες στις αυλές
να προεκτείνω κάτι ελάχιστο του αίματος
μ’ ένα τετράδιο άγραφο στα γόνατα
και τις μακρινές γιορτές των παιδιών

Μαζί μου τ’ όμορφο κορίτσι από απέναντι
δυο καλοκαίρια κιόλας πεθαμένο.

13.



Θα κλάψεις πάλι όπως τότε· που κρεμασμένος στην τανάλια
της μαμμής από τα πόδια· και με το λίπος του παραδείσου
ακόμα στο δέρμα· Ο πρώτος ουρανός ένα καφέ μωσαϊκό·
κι ο αέρας ο πρώτος· ερεθισμένο κέντρο του μυαλού απ’ το
διοξείδιο· Κόσμε, κόσμε· μεσ’ απ’ την πρώτη ευκινησία της
κραυγής ο θάνατος.


Πλανόδιον, 1997





©Assimina

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου