όταν η διαίσθηση αγγίζει την πραγματικότητα
πληκτρίζοντας κείμενα δικά μου και άλλων, σε διαδικτυακούς χώρους -επιλογές-
Τετάρτη 17 Απριλίου 2024
(παρένθεση)
Σάββατο 13 Απριλίου 2024
Άντης Ιωαννίδης, Η μάνα μου το Πάσχα
Άντης Ιωαννίδης," Η μάνα μου το Πάσχα"
Παιδί
που μʼ αγγελόσκιαζε το φως
και νύχτωνε νωρίς κοντά στους κατηφέδες
η μάνα μου
σαν βύζαινε μια χούφτα σαλιγγάρια
ξύπναγε δίπλα στο κορμί της
κι έκλαιγε να πνάσει
Ποιος νʼ ακούσει…
Έξυνα επάνω της στεχνά νερά
παλιές εφημερίδες
Έσκυβα και μάζευα κομμάτια παρακάλια
μανικετόκουμπα χρυσά
τα σκουλαρίκια της δειλά
τα περιστατικά της ομορφιάς της
Κι όπως πανσέληνος μικρή
ανέτελε στον κόρφο της
πύρωνα φύλλα προσευχής
κι έβγαινε πάλι στην αυλή
ψηλή
φυτρωμένη
η μάνα μου το Πάσχα
..............
το διάβασα στο ΠΟΙΕΙΝ έναν χρόνο πριν: 13 04 2023
το ζήλεψα αυτό το ποίημα, το θαύμασα
© Assimina
Δευτέρα 8 Απριλίου 2024
(παρένθεση)
© Assimina
Πέμπτη 14 Μαρτίου 2024
Εμβόλιμον 99 - 100
Ένα εγχείρημα που ωστόσο δεν θα υπήρχε δίχως τους εμπνευστές του και τους εργάτες, τους ανθρώπους που το πραγματοποίησαν, το κράτησαν και το συνέχισαν. Χάριν σε αυτούς λοιπόν, το περιοδικό κλείνει φέτος 35 έτη ύπαρξης και 100 τεύχη
© Assimina
Τετάρτη 6 Μαρτίου 2024
Κώστας Θ. Ριζάκης, συγκλίσεως οι απέναντι
συγκλίσεως οι απέναντι
«ωραιοτάτη ημέρα!» ‒ πιστοποιείς ως να
παρέμεινα στα πρόδηλά της θέλγητρα
απαθής άγαρμπος ασυντόνιστος ο ήλιος
καραμπινάτος έψηνεν τα επάνω-πάνω
σύννεφα ζεμάταε σίγουρος μικροθεός ό-
ταν φτωχοζευγάς κολλήγωνα ή μου κλέβαν’
κεκτημένα το χωραφάκι έχανα νοώ χάνων
και ’σέναν κάμπος συλλούλουδος καν πού πού
να ’σαι η θαλασσίτσα που βρέχων τέτοια από-
σταση απόστασα ναν συναινώ «ωραιοτάτη ημέρα!»
Κώστας Θ. Ριζάκης
© Assimina
Δευτέρα 19 Φεβρουαρίου 2024
(παρένθεση)
(απεύθυνση)
υγ. και καθώς δεν επιτρέπει (!;!) ο μπλόγκερ να γράψω στα σχόλια
© Assimina
Παρασκευή 8 Δεκεμβρίου 2023
Δημήτρης Γ. Παπαστεργίου, ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΝ
ΥΠΕΡΦΥΣΙΚΟΝ
.
Τα ποιήματά του φληναφήματα ολκής,
μπούρδες θεόρατες η μια πάνω στην άλλη,
κακοχτισμένα σπίτια, πόλεις θλιβερές.
Τους κριτικούς για να θαμπώσει, σώνει και καλά,
τις κοπελίτσες να σοκάρει ως ν’ ανατριχιάσουν.
Κ’ εκείνη να τον αγαπά, να τον ποθεί, να λιώνει.
Δικούς της άμα διάβαζες λίγους μονάχα στίχους,
ψηλά στα ουράνια θα ’βλεπες κύκνους να φτερουγίζουν·
ζούδια μυριάδες θ’ άκουγες, κορυδαλλούς, τζιτζίκια
κι ανάλογα την αίσθηση −το άρωμα των λέξεων−
λιβάδια θα αντίκριζες καταμεσής στην πόλη.
Σ’ εκείνον, ο περιπτεράς, ρέστα, τσιγάρα, τσίχλες,
του πέταγε σαν να ’νιωθε, αίφνης, κλειστοφοβία
και τρέμανε, στη θέα του, των γκαρσονιών τα χέρια.
Την ίδια ώρα, οι σκύλοι εμπρός της υποκλίνονταν
κι οι γάτες γουργουρίζανε δίπλα της μαγεμένες,
στα πόδια λες και τρίβονταν λάγνα της Νεφερτίτης.
.
.
από τον χώρο του φ/β του ποιητή
© Assimina